Είναι κι εκείνες οι Ιθάκες που δεν τις έφτασες ποτέ.
Δεν νιώθεις την αναπνοή σου.
Ούτε τη γη κάτω από τα πόδια σου νιώθεις.
Μόνο μια ψύχρα διαπερνά ανά διαστήματα το σώμα σου και το περονιάζει.
Είναι κι αυτό το απροσδιόριστο βάρος στο στήθος. Νομίζεις πως σε τραβά σ’ έναν πάτο.
Βαρελιού ή βυθού δε θέλεις να μάθεις. Μόνο να μη πνιγείς σε νοιάζει.
Τραντάχτηκε ο κόσμος σου. Στέκεσαι μετέωρος στο κέντρο του και δεν κινείσαι.
Φοβάσαι πως θα σκορπίσεις μόνος τα κομμάτια του. Ίσως τρέμεις και λίγο.
Από φόβο ή δειλία δεν μπορείς να πεις με σιγουριά.
Το μόνο που ξέρεις είναι πως για τις φορές που ολόκληρη η καθημερινότητα σου στροβιλίστηκε,
οι συνήθειες και τα δεδομένα σου παρασύρθηκαν και νέα ζητούμενα
δημιουργήθηκαν, δεν έφταιγε τίποτα παραπάνω από μια τόση δα στιγμή. Τόσο
μικρή αλλά τόσο διαβολεμένα δική σου.
Ήρθε και παρέσυρε τα πάντα στο πέρασμα της. Τις αντιστάσεις, τις
ενοχές, τα ερωτήματα, τους φόβους. Στάθηκε μόνη, απέναντι σε όλα και
όλους.
Όρθωσε το ανάστημα της και κατατρόπωσε τη λογική. Φόρεσε αλεξίσφαιρο γιλέκο και προστάτεψε τον εαυτό της από τα «πρέπει».
Φώναξε «θέλω να μείνω, να γίνω ανάμνηση». Μια στιγμή με τόση δύναμη όση η θέληση της.
Κι εσύ μόνο την κοιτάς. Δεν κάνεις βήμα. Διστάζεις να την ακουμπήσεις.
Ξέρεις πως συνοδεύεται από κόστος. Δεν θέλεις να πληρώσεις, να δώσεις, να χάσεις κεκτημένα.
Περιμένεις χωρίς ανάσα, χωρίς θέλω. Μόνο η ακινησία σε χαρακτηρίζει. Η αναβλητικότητα.
Διστάζεις να κόψεις το λώρο της συνήθειας. Σε ταΐζει σιγουριά.
Και η στιγμή εκεί. Να διεκδικεί χώρο και χρόνο στη ζωή σου.
Δελεαστική σαν σειρήνα, σαν Κίρκη. Επικίνδυνη σαν Σκύλα, σαν Χάρυβδη.
Μέσα σου ξέρεις. Για όλες τις συμπληγάδες που δεν διέσχισες, τις
ανοιχτές θάλασσες που δεν ταξίδεψες, τα λιμάνια που δεν έδεσες, τους
προορισμούς που δεν εξερεύνησες,
υπήρχε πάντα μια Ιθάκη που ποτέ δεν έφτασες.
Ταξίδια μισά, ανολοκλήρωτα. Έρωτες ανομολόγητοι. Πάθη χωρίς αποδέκτη. Εμπειρίες αταξίδευτες.
Λάθη που πέρασες για σωστά και σωστά που δεν έπραξες γιατί έμοιαζαν για λάθη.
Και εσύ εκεί, να επιμένεις να «κηδεύεις» τις στιγμές σου. Χώμα το χώμα, βότσαλο το βότσαλο.
Ώσπου έρχεται ένα φύσημα του ανέμου, ένα ξαφνικό κύμα, μια μπόρα και ξεθάβει όσα προσπαθούσες να ξεχάσεις. Έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και σου μαθαίνει πως είναι να πονάς για όσα δεν βίωσες.
Γράφει η Ιωάννα Γκανέτσα
Πηγή : anapnoes.gr