Να σοβαρευτούμε ναι, αλλά γιατί πρέπει να μεγαλώσουμε;
Ωριμάζουμε, ίσως. Γερνάμε, σίγουρα. Μεγαλώνουμε όμως;
Από που προκύπτει, τελικά, το συμπέρασμα πως μεγαλώσαμε;
Από τις αντοχές που μας προδίδουν; Από το γεγονός ότι σταματήσαμε να κάνουμε όλα αυτά που κάναμε, με τη συχνότητα που τα κάναμε; Επειδή κάποιοι από εμάς αποκτήσαμε παιδιά ή έχουμε μια σημαντική δουλειά πρέπει να σοβαρευτούμε;
Να σοβαρευτούμε ναι, αλλά γιατί να πρέπει να μεγαλώσουμε;
Έχει συμβεί σε όλους, νομίζω. Αναπολώντας καμιά φορά τα δύσκολα εκείνα χρόνια της εφηβείας, θυμάσαι σκηνές με τον πατέρα ή την μητέρα σου. Eκείνοι υπερασπίζονται με πάθος πως σε κατανοούν, γιατί σαν χθες ήταν στη θέση σου, ενώ εσύ τους κοιτάς με κεφάλι γερμένο και το βλέμμα του μπούφου, απορώντας: “Μα, τι μου λέει τώρα;”.
Τελικά τα χρόνια πέρασαν, η εφηβεία και τα νεανικά χρόνια είναι μακρινό παρελθόν αλλά εσύ νιώθεις πως ήταν σαν χθες, όταν ανέμελος και γεμάτος δίψα για ζωή, αλώνιζες τις πλατείες με παρέες, ψάχνοντας έρωτες και εμπειρίες. Έκλεινες την πόρτα του σπιτιού και γύριζες για καφέ και μετά ποτά και ύστερα όπου σε έβγαζε η βραδιά και πάλι από την αρχή. Ήταν χρόνια χωρίς έγνοιες και σκοτούρες, με μόνο μέλημα τη διασκέδαση, τις παρέες, τις αγάπες.
Πιάνεις τον εαυτό σου, ακόμη και τώρα κάποιες φορές, να κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου και στιγμιαία να νιώθεις ότι δεν έχουν περάσει παρά στιγμές από την τελευταία φορά που όλα τα παραπάνω ήταν η καθημερινότητα σου.
Κάπου μέσα σου, ένα κομμάτι σου είναι ακόμη εκεί, σε εκείνα τα όμορφα, νεανικά και ξέγνοιαστα χρόνια.
Μερικές φορές αρκεί μια μελωδία από τα παλιά, μια φωτογραφία, ένα άρωμα, μια εικόνα, μια στιγμή, για να ξεπηδήσουν από το χρονοντούλαπο των αναμνήσεων παλιές κι αγαπημένες αισθήσεις, να πλημμυρίσεις νιότη και να γεμίσεις με το αίσθημα πως δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Εκείνες τις στιγμές, ακούς τον εαυτό σου να αναρωτιέται: “Μεγάλωσα τελικά;”
Γιατί μέσα σου νιώθεις το ίδιο παιδί των προηγούμενων χρόνων -αρκετά ωριμότερο, έχοντας πια βρει το δρόμο του- αλλά υπάρχει ακόμη η φλόγα εκείνης της εποχής, τότε που ακολουθούσε την καρδιά κι όπου το βγάλει. Το παιδί που δεν φοβόταν να ρισκάρει, να παίξει, να πειραματιστεί.
Μήπως αυτό είναι το μυστικό τελικά;
Υπήρξαμε κάποτε παιδιά και κάπου μέσα μας, είμαστε ακόμη.
Μέσα μας, δεν μεγαλώνουμε ποτέ.
Συνεχίζουμε να θέλουμε τα ίδια πράγματα που θέλαμε και τότε. Να είμαστε υγιείς, να περιτριγυριζόμαστε από αγάπη και έρωτα, να παίζουμε, να διασκεδάζουμε, να κλείνουμε που και που την πόρτα στα προβλήματα και τους προβληματισμούς και να βολτάρουμε, χωρίς σκοπό, σε μονοπάτια γνώριμα ή άγνωστα για να βρούμε τον εαυτό μας, το παιδί που καμιά φορά σκόπιμα ή άθελα καταχωνιάζουμε σε μια γωνιά της καρδιάς και που αρκεί ένα κλικ, ένα απλό ερέθισμα της μνήμης για να φανερωθεί και να μας πλημμυρίσει αγνά και δυνατά συναισθήματα.
Που και που θέλουμε απλώς να ξεχυθούμε στις πλατείες, να αγκαλιαστούμε και να φιληθούμε με πάθος, να γελάσουμε χωρίς συγκεκριμένες αιτίες και αφορμές, να περάσουμε καλά με τις παρέες, να παίξουμε με το χιόνι ή τα κύματα, να χορέψουμε στη βροχή, να κάνουμε σκανδαλιές.
Ας παραδεχτούμε, λοιπόν, πως υπήρξαμε κάποτε παιδιά και κάπου μέσα μας, ήμαστε ακόμη. Είναι, νομίζω, ο υγιέστερος και καλύτερος τρόπος να μεγαλώσουμε και τα δικά μας παιδιά.
Της Ιωάννας Γκανέτσα.Πηγή : anapnoes.gr