Στα παιδικά μας όνειρα, θα σε ξανάβρω..
https://to-synoro.blogspot.com/2020/07/oneira.html
Σε εκείνα τα όνειρα τα παιδικά, θα σε πάρω να περπατήσουμε. Να μιλήσουμε για όλα αυτά τα χρόνια που χαθήκαμε.
Να μου πεις τα νέα σου και να σου πω τα δικά μου. Να σου πω πόσο μου έλειψε το γελαστό σου πρόσωπο και να μου πεις πόσες φορές λύγισες μέχρι να ξανασταθείς όρθια.
Θα σε κρατήσω από το χέρι, όπως κρατάμε τα μικρά παιδιά, να μην χαθούν μέσα στο πλήθος, και θα σε περπατήσω σ’ εκείνα τα μέρη που αφήσαμε την αθωότητά μας.
Θα σε πάω στις Αλυκές, εκεί που περπατούσαμε ξυπόλητες και μυρίζαμε ξερό θυμάρι και αλάτι.
Θα αφήσω τον ήλιο να μας λούσει και να φωτίσει κάθε ίχνος από σκοτάδι που μπορεί να έμεινε.
Θα μοιραστούμε τη σιωπή, που δεν θα είναι αμήχανη, δεν θα είναι ένοχη. Θα είναι λυτρωτική, γιατί μέσα της δεν θα κρύβει λέξεις και μυστικά ανείπωτα.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη για κάθε φορά που σε πρόδωσα. Για κάθε φορά που με χρειαζόσουνα κι εγώ σκορπιζόμουνα κάπου ανάμεσα στο παντού και στο πουθενά.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που φόραγα την κάπα της υπερ-ηρωίδας που έσωζε τους πάντες, μα δεν γύρισε ούτε μια φορά το βλέμμα της τόσα χρόνια να σε κοιτάξει.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που επέτρεψα να σε πλησιάσουν άνθρωποι που επειδή δεν ήξεραν πως να σε αγγίξουν, σε έσπαγαν για να σε ξανα-φτιάξουν στα μέτρα τους.
Μα πάνω από όλα, θα σου ζητήσω συγγνώμη, γιατί εγώ ήμουν η πρώτη που σου φόρεσα την ταμπέλα “δεν έχεις ανάγκη εσύ, αντέχεις”. Ήμουν εγώ που σε βάφτισα “βράχο”. Ήμουν εγώ που στο όνομα της πίστης μου στη δύναμή σου, σε αγνόησα όταν κραύγαζες “βοήθεια”.
Θα σου χαϊδέψω το πρόσωπο και θα αγγίξω τις πρώτες ρυτίδες που έχεις αρχίσει να έχεις. Άλλες από γέλιο, άλλες από δάκρυα, κι άλλες από παγωμένο χαμόγελο.
Όταν κουραστούμε, θα καθίσουμε κατάχαμα να πάρουμε ανάσες. Θα σου δώσω το χέρι μου να κρατηθείς για να σηκωθείς. Όχι γιατί δεν μπορείς, αλλά γιατί τώρα πια ξέρω, πως δεν μπορώ εγώ χωρίς εσένα.
Κι όταν φτάσουμε στο τέλος της διαδρομής μας εαυτέ μου, θα δώσουμε μια, και θα τα γκρεμίσουμε όλα τα χαμένα χρόνια. Θα τους βάλουμε φωτιά και θα χορέψουμε πάνω στ’αποκαϊδια.
Σ’έναν ρυθμό ολόδικό μας.. με τα χέρια ψηλά και την ψυχή καθαρή..
Να μου πεις τα νέα σου και να σου πω τα δικά μου. Να σου πω πόσο μου έλειψε το γελαστό σου πρόσωπο και να μου πεις πόσες φορές λύγισες μέχρι να ξανασταθείς όρθια.
Θα σε κρατήσω από το χέρι, όπως κρατάμε τα μικρά παιδιά, να μην χαθούν μέσα στο πλήθος, και θα σε περπατήσω σ’ εκείνα τα μέρη που αφήσαμε την αθωότητά μας.
Θα σε πάω στις Αλυκές, εκεί που περπατούσαμε ξυπόλητες και μυρίζαμε ξερό θυμάρι και αλάτι.
Θα αφήσω τον ήλιο να μας λούσει και να φωτίσει κάθε ίχνος από σκοτάδι που μπορεί να έμεινε.
Θα μοιραστούμε τη σιωπή, που δεν θα είναι αμήχανη, δεν θα είναι ένοχη. Θα είναι λυτρωτική, γιατί μέσα της δεν θα κρύβει λέξεις και μυστικά ανείπωτα.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη για κάθε φορά που σε πρόδωσα. Για κάθε φορά που με χρειαζόσουνα κι εγώ σκορπιζόμουνα κάπου ανάμεσα στο παντού και στο πουθενά.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που φόραγα την κάπα της υπερ-ηρωίδας που έσωζε τους πάντες, μα δεν γύρισε ούτε μια φορά το βλέμμα της τόσα χρόνια να σε κοιτάξει.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που επέτρεψα να σε πλησιάσουν άνθρωποι που επειδή δεν ήξεραν πως να σε αγγίξουν, σε έσπαγαν για να σε ξανα-φτιάξουν στα μέτρα τους.
Μα πάνω από όλα, θα σου ζητήσω συγγνώμη, γιατί εγώ ήμουν η πρώτη που σου φόρεσα την ταμπέλα “δεν έχεις ανάγκη εσύ, αντέχεις”. Ήμουν εγώ που σε βάφτισα “βράχο”. Ήμουν εγώ που στο όνομα της πίστης μου στη δύναμή σου, σε αγνόησα όταν κραύγαζες “βοήθεια”.
Θα σου χαϊδέψω το πρόσωπο και θα αγγίξω τις πρώτες ρυτίδες που έχεις αρχίσει να έχεις. Άλλες από γέλιο, άλλες από δάκρυα, κι άλλες από παγωμένο χαμόγελο.
Όταν κουραστούμε, θα καθίσουμε κατάχαμα να πάρουμε ανάσες. Θα σου δώσω το χέρι μου να κρατηθείς για να σηκωθείς. Όχι γιατί δεν μπορείς, αλλά γιατί τώρα πια ξέρω, πως δεν μπορώ εγώ χωρίς εσένα.
Κι όταν φτάσουμε στο τέλος της διαδρομής μας εαυτέ μου, θα δώσουμε μια, και θα τα γκρεμίσουμε όλα τα χαμένα χρόνια. Θα τους βάλουμε φωτιά και θα χορέψουμε πάνω στ’αποκαϊδια.
Σ’έναν ρυθμό ολόδικό μας.. με τα χέρια ψηλά και την ψυχή καθαρή..
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Πηγή : loveletters.gr/