Κάπου κρυμμένο υπάρχει ένα θαύμα εκεί που δεν το περιμένεις
Κάπου κρυμμένο υπάρχει ένα θαύμα εκεί που δεν το περιμένεις
Χριστούγεννα σε λίγες μέρες !! Το πνεύμα των Χριστουγέννων κυριαρχεί παντού οι δρόμοι στολισμένοι, τα σπίτια μοσχοβολάν από πάστρα… Η ελπίδα δυναμώνει τις προσδοκίες για ένα καλύτερο χρόνο. Κάθε σπίτι έχει τους δικούς του αγώνες κουβαλάει το δικό του Σταυρό έχει τη δική του ιστορία …Όλοι έχουμε στραμμένο το βλέμμα σε αυτό το θεϊκό άστρο πιστεύοντας να φωτίσει όλες τις σκοτεινές ρωγμές του κόσμου. Να δώσει ένα όνειρο, ένα θαύμα !!!
Σε ένα από αυτά τα σπίτια στάθηκα και αφουγκράστηκα
Τη δική του ιστορία. Ένας πιτσιρίκας ρωτάει τη μητέρα του: Θα στολίσουμε δέντρο; Nαι άγγελε μου του απαντάει εκείνη σκουπίζοντας τον ιδρώτα της γιατί σιδέρωνε δυο καλάθια ρούχα της οικογένειας. Δεν ήταν μια ώρα που είχε γυρίσει από τη δουλειά της. Προβληματισμένη διότι είχε ακούσει από κουβέντες συναδέλφων πως ήταν στη λίστα με αυτούς που επρόκειτο να απολυθούν. Η γυναικά δεν ήθελε τα παιδιά της να καταλάβουν την απελπισία της. Δεν ήθελε να τους μεταφέρει το φόβο της. Ένιωθε την υποχρέωση να προστατέψει τα παιδιά της. Ήθελε να χαρούν τα χριστούγεννα γιατί μόνο τα παιδιά νιώθουν τη μαγεία.
Και ο μικρός συνεχίζει
Πρέπει να πάρουμε καινούργια στολίδια και λαμπάκια ναι μαμά; Nαι... ναι... Απαντάει εκείνη και το μυαλό της έτρεχε στις χιλιάδες υποχρεώσεις που έπρεπε να κάλυψή το συγκεκριμένο μήνα. Καθώς σιδέρωνε το μυαλό της έκανε χιλιόμετρα ήξερε πως είχε πολλά μέτωπα ανοιχτά βασιζόταν στη δουλειά της και είχε ξανοιχτεί. Μονο ένα θαύμα μπορούσε να τη σώση. Ένα κύμα παράπονου ανέβηκε σαν κόμπο στο λαιμό και με δυσκολία κρατούσε τα δάκρυα της μην τυχόν και καταλάβει ο μικρός.Αν είχε κερδίσει το «project»
Της εταιρίας που το είχαν δώσει σε εκείνη και σε μια συν αδελφότης… Που φυσικά το έχασε… Όχι γιατί δεν ήτανε καλό αλλά γιατί η συνάδελφος της είχε πρόσβαση στο διευθυντή. Αυτό το μπόνους θα την ξελάσπωνε από κάποιες υποχρεώσεις … Και το κυριότερο δεν θα ήταν στη λίστα των απολυμένων.
Βοήθεια δεν περίμενε από κανέναν. Η μικρή σύνταξη της μητέρας της ήταν για να ζήσει εκείνη αν και βοηθούσε όσο μπορούσε.
Καθώς σιδέρωνε θυμήθηκε
Την παιδική της ηλικία πόσο ανέμελη ήταν… Προερχόταν από τη μεσαία τάξη ούτε πλούσιοι αλλά ούτε φτωχοί… Θυμάται ότι δεν της έλειπε τίποτα απαραίτητο ο πατέρας της σήκωνε το βάρος και ποτέ δεν κατάλαβε το φορτίο πόσο βαρύ ήταν ... Το ίδιο ονειρευόταν για τα παιδιά της και μέχρι τώρα τα κατάφερνε… Ένιωσε το φόβο και την ανασφάλεια να τρυπώνουν στο μυαλό και στην καρδιά της σαν πηχτή ομίχλη. Τα αυτιά της βούιζαν, ακούγονταν 0ιαχές πολέμου. Η παράσταση της τραγωδίας είχε ξεκινήσει χωρίς να γνωρίζει το τέλος της. Και χωρίς ελπίδα για κάποιον από μηχανής Θεό…
Την περιπλάνηση την σταμάτησαν δυο χεράκια
Tη περιπλάνηση του μυαλού της σ αυτά τα αχαρτογράφητα νερά την διέκοψαν δυο χέρια που την είχαν αγκαλιάσει. Την κοιτούσαν με απορία αναζητώντας τις διαδρομές που ταξίδευε η μητέρα του. Σου έλεγα μαμά ότι τα παλιά λαμπάκια δεν θα τα πετάξουμε θα τα βάλουμε σε μια μεγάλη καταπράσινη γιρλάντα. Το μπαλκόνι μας θα είναι τόσο φωτεινό και όμορφο που Αη Βασίλης θα βρει πιο εύκολα το σπίτι μας … Θα κρεμάσουμε και καμπανούλες που με τον αέρα θα παίζουν τον ίδιο σκοπό όπως το έλκηθρο του !!
Συνειρμικά το μυαλό της ξέφυγε και θυμήθηκε τι στιγμή
Που έφυγε από το γραφείο της έχοντας στις αποσκευές της δυσάρεστες ειδήσεις … Τα πόδια της προχωρούσαν μόνα τους εντελώς απορροφημένη στις σκέψεις της… Ξαφνικά βρέθηκε μέσα σ ένα εκκλησάκι, χρόνια το προσπερνούσε αλλά ποτέ δεν είχε σταθεί. Όταν άνοιξε τη πόρτα το φως από τα καντήλια και η μυρωδιά των κεριών. Έσπασαν τον πάγο της ψυχή της που μετασχηματίστηκαν σε δάκρυα. Πήρε ένα κερί και το άναψε σε ένα μανουάλι με πολλά κεριά που λαμποκοπούσαν. Τεμόσβηναν και άναβαν ξανά .Κάθε κερί με τη δική του ιστορία. « Ικεσίας… Ευγνωμοσύνης… Προσμονής… Συγχωρέσεις» Σκεφτόταν ότι εμείς όλοι, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι από πάθη, λάθη, άγχη, προσδοκίες, ματαιότητες. Οι μοναχικοί περιπατητές της ζωής, οι ταξιδευτές και οι ταξιδεμένοι, οι τυχεροί, οι άτυχοι. Εδώ σ αυτό το χώρο ξεγυμνώνουμε την ψυχή μας μεταλαβαίνουμε τη κάθαρση και πλησιάζουμε το Θεό.
Γύρισε το κεφάλι της στο παράθυρο
και είδε τις νιφάδες του χιονιού να πέφτουν σαν φύλλα κατάλευκης αμυγδαλιάς. Την ίδια στιγμή ένα σπουργίτι στάθηκε στο πρεβάζι του παραθύρου. Με τα νυχάκια των ποδιών του έκανε μικρές λακουβιτσες σαν τελίτσες πάνω στο χιόνι. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της έπιασε τρυφερά τα χεράκια του γιου της και του είπε: "πάμε να του δώσουμε λίγα ψίχουλα από το κουλούρι σου." Άνοιξε το παράθυρο απαλά και το σπουργίτι δεν κουνήθηκε. Έτρωγε το τριμμένο κουλουράκι βγάζοντας μικρές φωνούλες σαν να τους ευχαριστούσε. Ξαφνικά πέταξε μέσα στο δωμάτιο, ο πιτσιρικάς το κοιτούσε μαγεμένος!! Μαμά μας αγάπησε της είπε χαρούμενος και το προσωπάκι του είχε γίνει σαν ήλιος . Αφού έδωσε ένα γύρω σαν να τους ευχαριστούσε εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.
"Ο Θεός μεριμνά για όλα τα πλάσματα
Μουρμούρισε η κοπέλα". Και ένα κύμα ζεστό γαλήνεψε τη ψυχή της. Πόσοι άνθρωποι δεν παγώνουν και πινούν σκέφτηκε... Σαν το σπουργίτη… Και ένιωσε ντροπή που κιότεψε, λύγησε, χάνοντας τη πίστη στο Θεό ξεχνώντας ότι η ζωή είναι ένας αγώνας. Σκέφτηκε πως υπάρχουν "θαύματα" Με τη διαφορά ότι Θεός τα προσφέρει όχι για να βολέψει αλλά για να ανταμείψει αυτούς που ξέρουν να παλεύουν με « Αγάπη… Ανιδιοτέλεια… Σεβασμό»
Κοίταξε το πιτσιρικά που περίμενε να τελειώσει
Πάμε να στολίσουμε το δέντρο του είπε χαμογελώντας και στο μπαλκόνι θα βάλουμε μια μεγάλη γιρλάντα όπως είπες με όλα τα παλιά φωτάκια, καμπανούλες που θα κουδουνίζουν γλυκά όπως στο έλκηθρο του Αη Βασίλη !! Μόνο που θα προσθέσουμε και χρωματιστές καρτ ούλες δεμένες με κόκκινη βελούδινη κλωστή που θα γράψουμε αυτά που ζητάμε από τον Άγιο Βασίλη να τα διαβάσει πριν επισκέπτη το σπίτι μας...’Ξεκινάμε εσύ της δικές σου και εγώ της δικές μου.
Ο πιτσιρίκας στη καρτ ούλα του έγραψε
Αγαπητέ Άγιε βασίλη θα ήθελα να δώσεις όλα τα παιχνίδια στα παιδιά που τα έχουν περισσότερο ανάγκη. Ένα ζεστό σπίτι να κοιμούνται να μην είναι σαν το "σπουργίτι που ήρθε στο παράθυρο μας …Να πάρεις το πόνο και το φόβο σε αυτά που ζουν στους καπνούς του πολέμου… Και όταν ο σάκος σου αδειάσει να μαζέψεις όλα τα όπλα. Και να κρατάς γερή και δυνατή τη μητέρα μου!!
Η κάρτα της μητέρας έγραφε
Σε ευχάριστω για όσα έχω!! Να έχεις τα παιδιά μου καλά και αυτούς που αγαπώ… Να δώσεις κουράγιο και δύναμη σ αυτούς που πονούν. Τα νοσοκομεία να αδειάσουν… Οι δρόμοι να είναι μόνο για βόλτες χαζεύοντας τα στολίδια και τα μαγικά φωτάκια και όχι λαϊκά υπνωτήρια δυστυχισμένων… Η τελευταία ευχή μου είναι να γίνει, ένα θαύμα. Αυτό το φωτεινό αστέρι που σε λίγες ώρες θα ανατείλει. Να φωτίσει της καρδίες όλων και να μας οδηγήσει στο σωστό μονοπάτι που πολλές φόρες το χάνουμε… Δεν πρόλαβε να κρεμάσει τη δική της κάρτα με την κόκκινη βελούδινη κλώστη και από το κομπιούτερ της ακούστηκε ένα μήνυμα. Ένας λυγμός βγήκε από τα σώθηκα της και μια φωνή απελπισίας ένα θαύμα Χριστέ μου.
Τα ποδιά της κοπήκαν
Με αργά βήματα προχώρησε να το διαβάσει.
Η καρδιά της κόντευε να σπάσει η αγωνία της τρυπούσε το μυαλό. Όταν κατάφερε να το διαβάσει, ένα θαύμα σαν φωτεινό αστέρι έριξε ένα θεϊκό φως στη ψυχή της και στο δωμάτιο. Ένιωσε ένα ζεστό χέρι να την αγγίζει σαν να της έλεγε προχώρα εγώ είμαι εδώ.
Ο Πρόεδρος της εταιρίας την καλούσε προσωπικά διότι διάβασε την εργασίας της και ζήτησε καινούργια παρουσίαση. Κάπου υπάρχει ένα θαύμα εκεί που δεν το περιμένεις.
Γράφει η Μυρτώ Πανθέου