Ναί, σὰν τὸ Θάνατο ἔρχεται ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ξέρομε τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμή
Κι ἐγὼ πολέμησα μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὴ λέξη, μὰ δὲ χωροῦσαν τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα μου, ὅλες οἱ μῆτρες τοῦτες σπάσαν, κι ὁ μέγας σπόρ...
Κι ἐγὼ πολέμησα μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ τὴ λέξη, μὰ δὲ χωροῦσαν τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα μου, ὅλες οἱ μῆτρες τοῦτες σπάσαν, κι ὁ μέγας σπόρος συντρίβει τὴν καρδιά μου.
Κοιτάζω γύρα μου καὶ τοὺς πιὸ τρανούς: ὅλοι δουλεύουν τὸ στυλοβάτη τοῦ Θεοῦ, σμιλεύουν τὰ πόδια του, ξομπλιάζουν τὰ κράσπεδα, ἀνεβαίνουν μερικοὶ μὲ στὸ γόνατό του καὶ τοῦ διακονοῦν τὸ στῆθος.
Μὰ ἐγὼ θά 'θελα νὰ πατήσω τοὺς θείους ὤμους, νὰ συλλάβω καὶ νὰ σφυρηλατήσω σὲ προῦντζο, ἀσάλευτο, ἀνώτερο ἀπ' τοὺς ἐφήμερους κυματισμοὺς τῆς καρδιᾶς, τὸ γαληνό, τὸ μέγα πρόσωπο.
Μὰ ἀνάμεσα στὰ δέκα μου δαχτύλια ποὺ καῖν, πλῆθος θεοὶ ἀπὸ λάσπη μαλακὴ γεννιοῦνται καὶ πεθαίνουν, μὲ ἀρίφνητα πρόσωπα, δοῦλοι μου.
Καὶ δὲ θέλω—ζητῶ Θεὸν ἀσάλευτο, ἀνώτερό μου, αἰώνιο.
Ἄχ! φωνάζω, τίποτ' ἄλλο δὲ δύναμαι νὰ πῶ, κρούβομαι, τανυέμαι, θέλω νὰ ξεθηκαρώσω, νὰ γλιτώσω ἀπ' τὸν ἄνθρωπο, νὰ τιναχτῶ σὰ σπαθί.
Ὅμοια, ἄχ! φωνάζει ἡ πεταλούδα ἡ σαβανωμένη, ὅντας σιμώνει ἡ ἄνοιξη, καὶ σκιρτᾶ ἀγωνιώντας νὰ ξεσκίζει, τανυούμενη σὲ ἄθλο μυστικό, τὸ σκληρὸ κουκούλι.
Ὅμοια, ἄχ! φωνάζει κάθε στιγμὴ ὁ Θεός.
Ἅρπαγε, ὅμως ἐσένα ἥσυχα φεγγοβολοῦν τὰ μάτια σου, σὰ δυὸ βαθιὲς πηγές.
Τὸ νιώθω, στέκεσαι ἐσὺ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» κι ἀντιφεγγίζεις ἀπ' τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀοράτου.
Θυμᾶσαι, ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ ζήσαμε στὸ σκολειὸ καὶ στό δρόμο μαζί, ἀγαπήσαμε τὶς ἴδιες γυναῖκες, πεθυμήσαμε τὶς ἴδιες κορφές, κοιμηθήκαμε ἀρίφνητες βολὲς στὸ ἴδιο μαξιλάρι.
Καὶ τώρα... Ἀναγνωρίζω καὶ χαίρομαι τὸ σκληρὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.
Ποιὸς εἶπε πὼς κρατάει ζυγαριὰ καὶ μοιράζει σὰν καλὸς πατέρας ἴσα τὸ ψωμὶ στὰ παιδιά του;
Ἐγὼ ἔδωκα τὸ αἷμα μου, φώναξα τὴ νύχτα, γύρισα ὅλη τὴ γῆς, χτυπώντας τὴ θύρα τοῦ Θεοῦ καὶ κράζοντας: «Ἄνοιξε, εἶμαι ὁ ἄνθρωπος! Δὲν εἶμαι μερμήγκι νὰ μὲ πατᾶς! Εἶμαι ὁ ἄνθρωπος, ὅμοιος μὲ σένα στὴν πεθυμιὰ καὶ στὴν ἐλπίδα, ἄνοιξε!»—μὰ κανένας δὲν ἀποκρίθη.
Κι ἐσύ, ἥσυχα καθούμενος στὸ ἀκρογιάλι, κουβεντιάζοντας μὲ τοὺς ψαράδες, παίζοντας μὲ τὸ σκυλί σου, ἕνα βράδυ, χωρὶς νὰ τὸν προσμένεις, ἐδέχτης στὸ κατώφλι σου ἐτοῦτο τὸ Μεγάλο Ταξιδευτή.
Ναί, σὰν τὸ Θάνατο ἔρχεται ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ξέρομε τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμή.
Ἅρπαγε, ἄνοιξε τὴν καρδιά σου καὶ βοήθα μας!
Νίκος Καζαντζάκης, Συμπόσιον, Εκδόσεις Καζαντζάκη
Επιμέλεια κειμένου – Μυρτώ ΠανθέουΠηγή : .o-klooun.com