Βάλε να πιούμε κάτι, ό,τι να ’ναι.
Βάλε να πιούμε κάτι, ό,τι να ’ναι. Απόψε θα κάνω για σένα μια ωδή στην εξομολόγηση και δεν μου είναι εύκολο. Θα απλώσω σαν κατάλευκο σεντό...
Βάλε να πιούμε κάτι, ό,τι να ’ναι.
Απόψε θα κάνω για σένα μια ωδή στην εξομολόγηση και δεν μου είναι εύκολο.
Θα απλώσω σαν κατάλευκο σεντόνι τον έρωτά μου εμπρός σου ατσαλάκωτο.
Θα είναι τόσο διάφανος, που θα μπορείς να με διακρίνεις στην απέναντι πλευρά, να στέκομαι ασάλευτη κρατώντας την ανάσα μου μέχρι να ακούσω έναν χτύπο της καρδιάς σου – δικό μου, ή, μια κραυγαλέα σιωπή – δική μου κι αυτή.
Έπειτα μπορείς να τον ντυθείς, να τον στρώσεις επάνω στο κρεβάτι, στη ζωή σου.
Να γδύνεσαι, να τον ξεστρώνεις κάθε που το είναι σου προστάζει να κυλιστείς μαζί του στο πάθος, στον πόθο, στο συναίσθημα.
Τόσο σφιχτά, που να μην ξεχωρίζει η τρέλα από τη λογική.
Κι όταν η ζωή θεριεύει και μοιάζει με θάλασσα φουρτουνιασμένη, να τον φοράς σωσίβιο, να ξαπλώνεις επάνω του αποκαμωμένος κι εκείνος να γίνεται το απάνεμο λιμάνι που θα σε γαληνεύει.
Μπορείς αν θέλεις βέβαια να τον τσαλακώσεις, να τον κάνεις κουβάρι και να τον παραχώσεις βιαστικά ανάμεσα σε μια στοίβα από όνειρα σκιές και ελπίδες φαντάσματα.
Εγώ μια φορά θα σου τον εξομολογηθώ κι εσύ, κάνε τον ό,τι θέλεις.
Άντε, τι με κοιτάς, κέρασέ με μια γύρα ακόμη.
Λοιπόν, εγώ…φιλώ τις σκέψεις, την ψυχή σου.
Το σφίξιμο στα χείλη σου, το στένεμα στα μάτια σου.
Αγκαλιάζω το έρεβος που μέσα του βυθίζεσαι, τις στιγμές που χάθηκε το φως, τις ανασφάλειες και τους φόβους σου.
Αγαπώ ό,τι αγαπάς, αγαπώ εσένα που δεν έμαθες ποτέ σου να πετάς.
Δέχομαι, σε δέχομαι όπως κι αν είσαι.
Σιωπηλά και στωικά, δέχομαι να ανέχομαι και να κατανοώ.
Θα προσπαθώ, ακόμα κι όταν θα θυμώνω.
Και μέσα στα σκοτάδια σου θα σε ακολουθήσω.
Θα έρθω να σε πάρω από το χέρι και θα σε βγάλω ξανά στο φως. Όσες φορές χρειαστεί.
Μη με κοιτάζεις απορημένος, τί συμβαίνει, πρώτη φορά βλέπεις άνθρωπο να κάνει την υπέρβαση; Να ομολογεί με αυταπάρνηση, δίχως ντροπή τα αισθήματά του;
Ακόμα δεν κατάλαβες, πως δυνατός δεν είναι αυτός που σιωπά, αλλά εκείνος που τολμά να ξεστομίσει τα ανείπωτα;
Ο ερωτευμένος που όλοι λένε αφελή και ανόητο, καθώς ρισκάρει να δει τον έρωτά του να γίνεται κουρέλι στα χέρια κάποιου που γνωρίζει την αλήθεια, αυτός είναι ο δυνατός.
Εκείνος που αρνείται πεισματικά να πάρει μέρος σε ατέλειωτες παρτίδες εγωισμού με άσσους κρυμμένους στα μανίκια, που προτίθεται να ξεπεράσει τα όρια, να προηγηθεί ή να μείνει πίσω, χωρίς να έχει προσχεδιάσει την ήττα, αλλά ούτε και τη νίκη.
Αυτή άλλωστε είναι η μαγεία, η πρόκληση να δαμάσεις το απρόβλεπτο με τα χαρτιά ανοιχτά.
Δεν θα πιω άλλο, τα είπα όλα, η ώρα πέρασε και ο έρωτάς μου στέκεται απλωμένος περιμένοντας να αποφασίσεις για την τύχη του.
Φυσικά και φοβάμαι, δεν παριστάνω τον ήρωα.
Μα προτιμώ τα αναπάντεχα που προσδίδουν ζωή, από τα σίγουρα που αντέχω και με κρατούν στα χαμηλά.
Ορίστε, πάρ’ τον. Δεν στον χαρίζω, τον κέρδισες.
Το τί θα τον κάνεις, είναι δικός σου λογαριασμός.
Κανείς δεν εγγυάται το αποτέλεσμα, αν τον αποφασίσεις όμως, σου υπόσχομαι πως η πτήση θα αξίζει τον κόπο.
Αρκεί να έχεις τη θέληση να αγωνιστείς για τον προορισμό.
Έναν έρωτα εξομολογημένο, στρωμένο-ξέστρωτο, ζωή τον λένε.
Και όπου μας βγάλει.
Γράφει η Σοφία ΙσμήνηΕπιμέλεια κειμένου – Μυρτώ Πανθέου
Πηγή : anapnoes.gr