Ο χρόνος δεν συγχωρεί κι εγώ έχω ανάγκη την άφεση
Λευκό χαρτί ο έρωτάς σου. Γράφω την κάθε του λεπτομέρεια ξανά και ξανά. Την αρχή και τη μέση του δεν τις αγγίζω. Το τέλος μόνο αλλά...
Λευκό χαρτί ο έρωτάς σου.
Γράφω την κάθε του λεπτομέρεια ξανά και ξανά. Την αρχή και τη μέση του δεν τις αγγίζω.
Το τέλος μόνο αλλάζω κάθε φορά.
Να μην είναι τέλος. Να είναι συνέχεια, να μοιάζει με παραμύθι δίχως κλισέ για εκείνους που έζησαν καλά, καλύτερα.
Δεν έχει χώρο για στερεότυπα στις ονειρογραμμές μου, τις ονειρογραμμές μου που γεμίζω με τόνους λόγια αγάπης και ανιαρής καθημερινότητας.
Σου γράφω σε περιμένω, σ’ αγαπώ, ντύσου καλά, έχει φαγητό στο φούρνο
ζέστανέ το, μάθε να δένεις επιτέλους τα κορδόνια σου μην τα πατάς, βάλε
κι εσύ κανένα πλυντήριο προτού ξεμείνεις από ρούχα και γκρινιάζεις.
Σου αφήνω σε πολύχρωμα χαρτάκια σημειώσεις για τις σωστές οδηγίες πλύσης
και διασκεδάζω που τα σύμβολα σου μοιάζουν με κινέζικα ιδεογράμματα.
Πεθύμησα τον έρωτά σου.
Η θύμησή του με λιγώνει σαν γλυκό του κουταλιού που μελώνει τον
ουρανίσκο μου, κι έπειτα τρέχω σαν μικρό παιδί κάτω από τη βρύση, απλώνω
τις χούφτες μου στο δροσερό νερό και πίνω λαίμαργα να διώξω αυτή τη
γλύκα που κολλάει στα χείλη, να φτάσει στα μέσα μου, να γλυκαθούν κι
αυτά.
Κι όταν κάποτε ξεδιψάω, τότε έρχεται εκείνη η πίκρα, τα μάτια σου που
συννέφιασαν και έφεραν τη βροχή στη ψυχή μου, τότε που ήξερες και εγώ
δεν είχα ιδέα, πως αγκάλιαζα τις ανάσες σου για τελευταία φορά. Κι εγώ
γελούσα θυμάμαι, μέσα στη μέθη του έρωτα, ήμουν ζαλισμένο πουλί που
έκανε οχταράκια στον ουρανό, ώσπου τελικά βρέθηκα να κοπανιέμαι από
τζάμι σε τζάμι επάνω σε ουρανοξύστες, οικοδομές, βιτρίνες εμπορικών
κέντρων.
Η συντριβή στο κενό αναπόφευκτη. Ανήμπορη να πετάξω, με μισή καρδιά να κοιτάζω τον κόσμο, αφέθηκα στις μνήμες μου, και με τη σκέψη μου πετούσα νοερά ως το χαμόγελό σου. Εκείνο άνοιγε διάπλατα και με κατάπινε, και το γλυκό σου στόμα ναρκωτικό που έπαιρνε τον πόνο μακριά. Έκλεινα τα μάτια και ζούσα τη ζωή μας. Τη ζωή που γλίστρησε μέσα από τα χέρια μας, αυτή που η απουσία σου εξόρισε στην αγκαλιά της μοναξιάς, της άρνησης, της αυταπάτης.
Οι σελίδες τελειώνουν κι εγώ δεν ξέρω αν κατάφερα ακόμα να σου πω, ότι μου λείπει ο ερωτάς σου.
Μου λείπει η ζωή που ζήσαμε μέσα σε μια στιγμή και ανταλλάξαμε, τόσο απερίσκεπτα, με δυο ζωές που περισσεύουν στο χρόνο.
Και ο χρόνος μάτια μου, ο χρόνος δεν συγχωρεί, κι εγώ, έχω ανάγκη την άφεση.
Μήπως έτσι καταφέρω να ζήσω τον παράδεισο στο πλάι σου.
Γράφει η Σοφία Ισμήνη
Επιμέλεια κειμένου: Μυρτώ Πανθέου
Πηγή :
.ewoman.gr