Το παραμύθι ενός αλήτη, όχι και τόσο αλήτη και μιας πριγκίπισσας λίγο αλήτισσας
Απόψε δεν θα απευθυνθώ σε όλους σας, θα κάμω μια εξαίρεση.
Απόψε θέλω να μιλήσω μόνο σε αυτούς που μου μοιάζουνε. Σε αυτούς τους λίγους, τους τρελούς, που σε πείσμα των καιρών, κι ανεξάρτητα από την ηλικία τους, μπορούν και παραμένουνε παιδιά.
Εσάς λοιπόν τους όμοιους μου,
που ακόμη πιστεύετε στην αγάπη, που ακόμη πιστεύτε ότι δεν χάθηκαν οι
άνθρωποι, που ακόμη πιστευτέ στα παραμύθια, και μιας και πλησιάζουν
μέρες και νύχτες γιορτινές, απόψε θέλω να σας αποκοιμίσω με ένα δικό μου
παραμύθι.
Όλοι οι υπόλοιποι, οι “μεγάλοι”, οι ρεαλιστές κι οι λογικοί, μην κάνετε τον κόπο να διαβάσετε αυτό που ακολουθεί, θα βαρεθείτε…
Μια φορά κι ένα καιρό που λέτε, ήταν μια πριγκίπισσα, λίγο θλιμμένη
και μεγαλωμένη στις ανέσεις και στην ασφάλεια του μεγάλου παλατιού της.
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια Κυρία, ένα πλάσμα φωτεινό και λαμπερό, όμορφο και σπάνιο.
Την
ίδια φορά και τον ίδιο καιρό, ήταν κι ένας αλήτης, θυμωμένος και λιγάκι
αθυρόστομος κάποιες φορές, που δεν ζούσε ούτε σε παλάτια, ούτε κι ήταν
καθόλου ασφαλείς.
Ήταν ένας αλήτης, που δεν ήξερε από καλούς τρόπους
και Savoir Vivre, ήξερε μόνο να ακούει την ψυχή του, την αλήθεια του κι
όσα του όριζε η καρδιά του. Μα είχε ένα θάρρος κι ένα θράσος που τον
χαρακτήριζε και του περίσσευε.
Σαν είδε μια μέρα την όμορφη πριγκίπισσα, στιγμή δεν δίστασε!
Την
πλησίασε κι άρχισε να της μιλάει. Τι κι αν εκείνη ήταν ψηλά στον πύργο
της κι αυτός στο έδαφος, σιγά να μην τον ένοιαζε. Τι κι αν αυτή ήταν
πριγκίπισσα κι αυτός ένας αλήτης, το λέγε η ψυχούλα του.
Την άφηνε να του εξιστορεί τα λάθη της, τα πάθη της και τα πιο μεγάλα θέλω της.
Κι αυτός άρχισε να της λέει για την ζωή του, για κάτι όνειρα που του τα κλέψανε και για τα νέα, που ξεκίνησε να κάνει.
Κι εκείνη τον βρήκε χαριτωμένο και τον άκουγε!
Θες γιατί τα έλεγε
ωραία, θες γιατί τα λόγια του είχανε πάθος κι αλήθειες, θες γιατί της
έλεγε ιστορίες από κόσμους μακρινούς, που δεν τους γνώριζε, δεν είχε
σημασία, σημασία είχε ότι τον άκουγε με προσοχή και με προσήλωση.
Κάθε βράδυ, όταν τέλειωνε τις μάχες του, πήγαινε κάτω από τον ψηλό της πύργο και μιλούνε για ώρες πολλές, θαρρείς πως κι οι δυο ζούσαν για εκείνες τις στιγμές, τις στιγμές που θα τα λέγανε.
Μια μέρα ο αλήτης της μίλησε άσχημα, εκείνη την μέρα ήταν πολύ θυμωμένος, γιατί κάτι κατάλαβε…
Τι
έχεις πάθει, τον ρώτησε, γιατί μου μιλάς έτσι απότομα σήμερα; Μα
πρόσεχε καλά τι θα μου πεις, γιατί ότι μου λες εγώ το πιστεύω, το έχω
ανάγκη να πιστέψω επιτέλους σε κάποιον…
Ο αλήτης σώπασε για λίγο, δάγκωσε τα χείλη του, έσφιξε τις γροθιές του, πήρε μια βαθιά άνασσα, σήκωσε το βλέμμα του, την κοίταξε ευθεία μες στα ματιά και της απάντησε.
Θα το πω που να με πάρει ο διάβολος και δεν με νοιάζει αν το αντέχεις, δεν με νοιάζει τι θα πεις, δεν με νοιάζει αν σε σοκάρει η αλήθεια μου. Δεν αντέχω άλλο να το κρατάω μέσα μου, κι ούτε έχω μάθει να μην λέω αυτά που σκέφτομαι και νιώθω, της είπε!
Εγώ εσένα σε έχω αγαπήσει, με ένα τρόπο αλλιώτικο, περίεργο κι αχαρτογράφητο.
Εγώ εσένα σε έχω θαυμάσει, προτού να σε συναντήσω.
Εγώ εσένα σε έχω ονειρευτεί και σε έχω ερωτευτεί, πολύ πριν να σε γνωρίσω, πολλά χρόνια πίσω, κι ας μην σε έχω αγγίξει καν.
Ξέρεις πόσο με πονάει που δεν μπορώ να σε φτάσω;
Ξέρεις πόσο με θυμώνει που εμφανίστηκες τώρα κι όχι πιο πριν;
Ξέρεις πόσο πολύ με πνίγει όλο αυτό;
Με κάθε κουβέντα σου τόσο καιρό που μιλάμε, έμπαινες μέσα μου βαθιά, σαν έρωτας και δεν μπορούσα να το αποφύγω, δεν είχα άμυνες κι ασπίδες για να μη σε αφήσω…Όμως, εσύ είσαι εκεί κι εγώ είμαι εδώ, κι εδώ που είμαι έχει ένα πόλεμο και δεν μπορώ να ανέβω ως εκεί ψηλά που βρίσκεσαι τώρα. Δεν γίνεται να αφήσω τις μάχες μου στην μέση. Δεν γίνεται να προδώσω όλους αυτούς που περιμένουν να σταθώ στο πλάι τους και με έχουνε ανάγκη. Γιατί εγώ όλους αυτούς τους έχω πιο πάνω κι από μένα, είναι οι σημαντικοί μου και τους έχω υποσχεθεί πως θα είμαι για πάντα δίπλα τους.
Κι ας πεθαίνω μέσα μου για να έρθω να σε αγκαλιάσω, κι ας σκιρτάει η καρδιά μου στην θέα σου και μόνο και στο ήχο της φωνής σου.
Δεν είναι ότι φοβάμαι πριγκίπισσα μου, μη με πεις δειλό, είναι που έχω μάθει να τον κρατάω τον λόγο μου.Για αυτό έχω θυμώσει. Κι έχω θυμώσει μαζί μου κι όχι μαζί σου, συμπάθα με που ξέσπασα.
Έχω θυμώσει με ετούτο εδώ το άδικο, που δεν ξέρω πως να το δικαιώσω.
Γιατί ήρθε τώρα στην ζωή μου;
Που ήσουνα τόσα χρόνια;
Πως ρε γαμώτο να το παλέψω τώρα κι αυτό;
Μη με ρωτήσετε πως τέλειωσε το παραμύθι, δεν ξέρω να σας πω, ακόμη παίζεται, ακόμη δεν έχει τελειώσει…
Καλό σας βράδυ κι όμορφα όνειρα, μικρά, μεγάλα και παντοτινά “παιδιά”!
Κι ας ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί οι δυο, ποιος ξέρεις; Ο χρόνος θα το δείξει…
Πηγή : loveletters.gr