O Μιχάλης Παπανικολάου - σκηνοθέτης, ποιητής και άλλα- αφηγείται τη ζωή του
Μεγάλωσε στην Οδό Τύχης, έκανε το πρώτο φιλμ στα 29 του, έζησε πολέμους και περιπέτειες αξέχαστες... «Γεννήθηκα στον Πύργο στις 20 Οκτ...
https://to-synoro.blogspot.com/2017/05/papanikolaou.html
Μεγάλωσε στην Οδό Τύχης, έκανε το πρώτο φιλμ στα 29 του, έζησε πολέμους και περιπέτειες αξέχαστες...
«Γεννήθηκα στον Πύργο στις 20 Οκτώβρη του πολύ παλιά. Το πατρικό μου βρισκόταν στην οδό Τύχης. Δεν υπάρχει πια. Το σπίτι. Η οδός είναι εκεί, την περνάς – δεν την περνάς...
«Γεννήθηκα στον Πύργο στις 20 Οκτώβρη του πολύ παλιά. Το πατρικό μου βρισκόταν στην οδό Τύχης. Δεν υπάρχει πια. Το σπίτι. Η οδός είναι εκεί, την περνάς – δεν την περνάς...
Υπερηφανεύομαι λίγο να πιστεύω ότι την ιδεολογία μου την επέλεξα, δεν την κληρονόμησα. Ο πατέρας μου ήταν δεξιός. Κι όταν του λέγανε ότι ζει σαν κομμουνιστής εκνευριζόταν αφόρητα. Ήταν ανώτερος υπάλληλος στον ΑΣΟ - Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός. Δεν υπάρχει πια. Αν τον θυμόμαστε, απ' τα σταυρόλεξα. Τότε, γινόταν μεγάλη εξαγωγή σταφίδας, στην Αγγλία κυρίως που τρώγανε πολλή πουτίγκα. Δεν γίνεται πουτίγκα χωρίς σταφίδα. Κατά καιρούς, ο πατέρας μου γινόταν διευθυντής διαφόρων υποκαταστημάτων κι όλο μεταφερόμασταν απ' τη μια πόλη στην άλλη. Με κάρο. Τα θυμάμαι έντονα τα κάρα.
Όταν ήμουνα δύο χρονών τον μετέθεσαν σε μια κωμόπολη έξω από τον Πύργο, τα Κρέσταινα. Να' χε τότε, το πολύ, χίλιους πεντακόσιους κατοίκους. Στα Κρέσταινα, ένα χρόνο αργότερα, μας βρήκε ο πόλεμος.
Οι πόλεμοι υπήρξαν από τις θλιβερότερες εμπειρίες της ζωής μου. Και εξοργίζομαι όταν ακούω να λένε ότι στην επαρχία περάσαμε καλά. Διότι καλά περάσανε αυτοί που είχαν ένα χωραφάκι, τι καλά δηλαδή... τρώγανε κανένα κολοκύθι, οι άλλοι που ήταν υπάλληλοι λιμοκτονούσαν. Με θυμάμαι στα συσσίτια που οργάνωνε το ΕΑΜ, ένα ξυπόλητο παιδάκι μ' ένα ανοιγμένο κονσερβοκούτι στο χέρι, να περιμένω στην ουρά να μου το γεμίσουν με σούπα πλιγούρι.
Η πείνα ήταν φοβερή. Πρώτα εξαφανίστηκαν οι χελώνες και μετά ακολούθησαν οι γάτες. Τον πρώτο νεκρό από πείνα τον είδα πέντε χρονών, στη μεγάλη πλατεία της κωμόπολης. Ευτυχώς για μένα, οι μοιρολογίστρες είχαν απλωθεί πάνω του σαν μαύρος ιστός και επισκίασαν κάθε ίχνος της μορφής του στη μνήμη μου. Επομένως, η πρώτη μου μνήμη σχετικά με το θάνατο είναι πιο πολύ ηχητική. Μετά, όλο μας τραβούσανε μέσα στα σπίτια και τους σκεπάζανε τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίναμε να δούμε τίποτα. Αυτό το προνόμιο το είχε η επαρχία. Πέθαινες με την ελάχιστη αξιοπρέπεια τουλάχιστον. Στην Αθήνα, οι άνθρωποι στοίβες που σαπίζανε.
Το σπίτι που νοικιάζαμε στα Κρέσταινα ήταν ένα ισόγειο με ένα υπόγειο τριάντα σκαλιά κάτω, το οποίο ο πατέρας μου είχε μετατρέψει σε αποθήκη σταφίδας του ΑΣΟ. Το είχε κλειδωμένο και τα κλειδιά τα είχε μόνο ο Παπανικολάου, κανείς άλλος δεν μπορούσε να πλησιάσει. Ούτε τα ίδια του τα παιδιά.
Στη μεγάλη πείνα λοιπόν, έρχεται ο ΕΛΑΣ και του λέει: «Συναγωνιστή Παπανικολάου...»
Ο πατέρας μου με το που άκουγε τη λέξη "συναγωνιστής" ανατρίχιαζε
«Κύριε Παπανικολάου...» έσπευδε πάντα να διορθώσει
«Ν' ανοίξετε την αποθήκη να δώσετε στον κόσμο να φάει"
«Δεν υπάρχει καμία περίπτωση.» απαντάει ο Παπανικολάου.
«Η σταφίδα ανήκει στον ΑΣΟ.»
Τότε σπάνε την αποθήκη, μοιράζουν στον κόσμο τη σταφίδα, τον βουτάνε, και τον κλείνουν σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που λεγόταν Παπαδού. Το στρατόπεδο ήταν λίγο έξω απ' τα Κρέσταινα, κοντά δηλαδή, αλλά με τα πόδια έξι ώρες. Θυμάμαι την αδερφή μου, μια μπουκιά παιδί, να ρωτάει τη μάνα μου: «Πότε θα πάμε πάλι στην "κυρία Παπαδού'" να δούμε το μπαμπά;»
Τότε στον ΕΛΑΣ υπήρχε ένας Καπετάνιος, ο Καπετάν-Καλαμάτας. Αυτός ήταν ατρόμητος, γκομενιάρης, είχε δικό του μπαϊράκι. Τελικά οι Χίτες τον καταδίωξαν, τον στριμώξανε κοντά στους Γαργαλιάνους, αν θυμάμαι καλά, σ' έναν γκρεμό, και του' παν να παραδοθεί. «Να, που θα παραδοθώ» είπε κι αυτός κι έπεσε από το γκρεμό και σκοτώθηκε. Ε λοιπόν, αυτός ο Καπετάν- Καλαμάτας συμπαθούσε τον πατέρα μου, για κάποιο λόγο που ακόμα και σήμερα αδυνατώ να εξηγήσω.
Ένα βράδυ λοιπόν στην Παπαδού, ο πατέρας μου έβλεπε στον ύπνο του ότι θα απελευθερωνόταν και ξυπνάει από ένα έντονο σκούντημα. Ήταν ο Καπετάν-Καλαμάτας που κρατούσε ένα μπαστούνι. Του το δίνει και του λέει: «Κύριε Παπανικολάου είστε ελεύθερος.» Έτσι, ο πατέρας μου γύρισε. Θυμάμαι ότι ήταν ένα ζεστό βράδυ του καλοκαιριού. Είχαμε βγάλει το ραδιόφωνο στο πεζούλι κι είχε μαζευτεί ο κόσμος ν' ακούσει τα νέα και τις αγριότητες. Το σπίτι μας είχε το μοναδικό ραδιόφωνο που υπήρχε στα Κρέσταινα. Και κάπως έτσι, όπως κάποια πράγματα νομιμοποιούνται μόνο μέσα σ' ένα παιδικό μυαλό, μόλις είδα τη μορφή του πατέρα μου να εμφανίζεται από το βάθος και να παίρνει πραγματικές διαστάσεις καθώς πλησίαζε, συμπέρανα ότι το ραδιόφωνο είναι μια μαγική συσκευή που όχι μόνο έχει ένα αόρατο μάτι και γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, έχει και τη δύναμη να εμφανίζει αγαπημένα πρόσωπα!
Λίγο αργότερα, οι Ιταλοί το σφράγισαν και μας το πήραν. Ήμουνα απαρηγόρητος για μέρες. Τους μίσησα απ' τα βάθη της ψυχής μου.
Όταν ο ΕΛΑΣ είχε ανοίξει την αποθήκη με τη σταφίδα, πήρε και μια πλάστιγγα που υπήρχε εκεί. Η πλάστιγγα ήταν μια ζυγαριά που είχαν τότε για ογκώδη αντικείμενα, σακιά και τέτοια. Την αρπαγή λοιπόν της πλάστιγγας ο πατέρας μου δεν μπορούσε να τη χωνέψει με τίποτα. Ξέρεις τι έκανε μόλις έγινε η απελευθέρωση; Ανέβηκε στην Αθήνα, είχε κρατήσει τον αριθμό της πλάστιγγας, έψαξε σε όλο το Μοναστηράκι, τη βρήκε και την επέστρεψε στον ΑΣΟ. Τόσο βλαξ.
Μετά την Κατοχή, ήρθε ο Εμφύλιος. Τους θανάτους από πείνα αντικατέστησαν οι αλληλοσκοτωμοί. Μπαίναν οι Χίτες, φεύγαν οι Ελασίτες, φεύγαν οι Χίτες, ερχόντουσαν οι Γερμανοί, γιατί υπήρχε και η γερμανική ανθυποδιοίκηση, και οι Ιταλοί υπήρχαν μέχρι που τους πετσόκοψαν οι Γερμανοί στη γνωστή σφαγή στην Κεφαλονιά. Υπήρχε όμως και η ελπίδα ότι όλο αυτό, δε μπορεί, κάποτε θα τελειώσει. Και κάποτε, τελείωσε. Με απολογισμό τους περισσότερους νεκρούς απ' όλη την Ευρώπη. Ένα εκατομμύριο Έλληνες εξαφανίστηκαν.
Αρχίσαμε πάλι. Υποχρεωτικά. Απ' το τίποτα. Αλλά όταν αρχίζεις απ' το τίποτα, μπορείς να ονειρευτείς χωρίς όρια. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό. Ονειρεύεσαι συνήθως πάνω απ' τις δυνατότητες σου και προσγειώνεσαι απότομα. Σίγουρα όμως είναι λυτρωτικό. Αυτές οι απότομες προσγειώσεις είναι ο πηλός της ανθρώπινης υπόστασης του καθενός μας.
Στην προσωπική μου αξιολόγηση δεν θεωρείσαι άνθρωπος αν το όνειρο σου είναι να τρως προσούτο με πεπόνι στο εξοχικό σου στη Μύκονο. Και λυπάμαι πολύ γι' αυτά τα χυδαία, μεταπολιτευτικά όνειρα. Μάλλον όχι, αυτά δεν είναι όνειρα. Είναι στόχοι. Αμερικάνικες βλακείες. «Σημειώστε τον επόμενο στόχο σας». Λες κι η ζωή του ανθρώπου είναι ποτέ ευθεία σαν το χάρακα. Βλακείες. Στον άνθρωπο δεν λείπουν οι στόχοι, τα ιδανικά λείπουν.
Οι πόλεμοι υπήρξαν από τις θλιβερότερες εμπειρίες της ζωής μου. Και εξοργίζομαι όταν ακούω να λένε ότι στην επαρχία περάσαμε καλά. Διότι καλά περάσανε αυτοί που είχαν ένα χωραφάκι, τι καλά δηλαδή... τρώγανε κανένα κολοκύθι, οι άλλοι που ήταν υπάλληλοι λιμοκτονούσαν. Με θυμάμαι στα συσσίτια που οργάνωνε το ΕΑΜ, ένα ξυπόλητο παιδάκι μ' ένα ανοιγμένο κονσερβοκούτι στο χέρι, να περιμένω στην ουρά να μου το γεμίσουν με σούπα πλιγούρι.
Η πείνα ήταν φοβερή. Πρώτα εξαφανίστηκαν οι χελώνες και μετά ακολούθησαν οι γάτες. Τον πρώτο νεκρό από πείνα τον είδα πέντε χρονών, στη μεγάλη πλατεία της κωμόπολης. Ευτυχώς για μένα, οι μοιρολογίστρες είχαν απλωθεί πάνω του σαν μαύρος ιστός και επισκίασαν κάθε ίχνος της μορφής του στη μνήμη μου. Επομένως, η πρώτη μου μνήμη σχετικά με το θάνατο είναι πιο πολύ ηχητική. Μετά, όλο μας τραβούσανε μέσα στα σπίτια και τους σκεπάζανε τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίναμε να δούμε τίποτα. Αυτό το προνόμιο το είχε η επαρχία. Πέθαινες με την ελάχιστη αξιοπρέπεια τουλάχιστον. Στην Αθήνα, οι άνθρωποι στοίβες που σαπίζανε.
Το σπίτι που νοικιάζαμε στα Κρέσταινα ήταν ένα ισόγειο με ένα υπόγειο τριάντα σκαλιά κάτω, το οποίο ο πατέρας μου είχε μετατρέψει σε αποθήκη σταφίδας του ΑΣΟ. Το είχε κλειδωμένο και τα κλειδιά τα είχε μόνο ο Παπανικολάου, κανείς άλλος δεν μπορούσε να πλησιάσει. Ούτε τα ίδια του τα παιδιά.
Στη μεγάλη πείνα λοιπόν, έρχεται ο ΕΛΑΣ και του λέει: «Συναγωνιστή Παπανικολάου...»
Ο πατέρας μου με το που άκουγε τη λέξη "συναγωνιστής" ανατρίχιαζε
«Κύριε Παπανικολάου...» έσπευδε πάντα να διορθώσει
«Ν' ανοίξετε την αποθήκη να δώσετε στον κόσμο να φάει"
«Δεν υπάρχει καμία περίπτωση.» απαντάει ο Παπανικολάου.
«Η σταφίδα ανήκει στον ΑΣΟ.»
Τότε σπάνε την αποθήκη, μοιράζουν στον κόσμο τη σταφίδα, τον βουτάνε, και τον κλείνουν σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που λεγόταν Παπαδού. Το στρατόπεδο ήταν λίγο έξω απ' τα Κρέσταινα, κοντά δηλαδή, αλλά με τα πόδια έξι ώρες. Θυμάμαι την αδερφή μου, μια μπουκιά παιδί, να ρωτάει τη μάνα μου: «Πότε θα πάμε πάλι στην "κυρία Παπαδού'" να δούμε το μπαμπά;»
Τότε στον ΕΛΑΣ υπήρχε ένας Καπετάνιος, ο Καπετάν-Καλαμάτας. Αυτός ήταν ατρόμητος, γκομενιάρης, είχε δικό του μπαϊράκι. Τελικά οι Χίτες τον καταδίωξαν, τον στριμώξανε κοντά στους Γαργαλιάνους, αν θυμάμαι καλά, σ' έναν γκρεμό, και του' παν να παραδοθεί. «Να, που θα παραδοθώ» είπε κι αυτός κι έπεσε από το γκρεμό και σκοτώθηκε. Ε λοιπόν, αυτός ο Καπετάν- Καλαμάτας συμπαθούσε τον πατέρα μου, για κάποιο λόγο που ακόμα και σήμερα αδυνατώ να εξηγήσω.
Ένα βράδυ λοιπόν στην Παπαδού, ο πατέρας μου έβλεπε στον ύπνο του ότι θα απελευθερωνόταν και ξυπνάει από ένα έντονο σκούντημα. Ήταν ο Καπετάν-Καλαμάτας που κρατούσε ένα μπαστούνι. Του το δίνει και του λέει: «Κύριε Παπανικολάου είστε ελεύθερος.» Έτσι, ο πατέρας μου γύρισε. Θυμάμαι ότι ήταν ένα ζεστό βράδυ του καλοκαιριού. Είχαμε βγάλει το ραδιόφωνο στο πεζούλι κι είχε μαζευτεί ο κόσμος ν' ακούσει τα νέα και τις αγριότητες. Το σπίτι μας είχε το μοναδικό ραδιόφωνο που υπήρχε στα Κρέσταινα. Και κάπως έτσι, όπως κάποια πράγματα νομιμοποιούνται μόνο μέσα σ' ένα παιδικό μυαλό, μόλις είδα τη μορφή του πατέρα μου να εμφανίζεται από το βάθος και να παίρνει πραγματικές διαστάσεις καθώς πλησίαζε, συμπέρανα ότι το ραδιόφωνο είναι μια μαγική συσκευή που όχι μόνο έχει ένα αόρατο μάτι και γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο, έχει και τη δύναμη να εμφανίζει αγαπημένα πρόσωπα!
Λίγο αργότερα, οι Ιταλοί το σφράγισαν και μας το πήραν. Ήμουνα απαρηγόρητος για μέρες. Τους μίσησα απ' τα βάθη της ψυχής μου.
Όταν ο ΕΛΑΣ είχε ανοίξει την αποθήκη με τη σταφίδα, πήρε και μια πλάστιγγα που υπήρχε εκεί. Η πλάστιγγα ήταν μια ζυγαριά που είχαν τότε για ογκώδη αντικείμενα, σακιά και τέτοια. Την αρπαγή λοιπόν της πλάστιγγας ο πατέρας μου δεν μπορούσε να τη χωνέψει με τίποτα. Ξέρεις τι έκανε μόλις έγινε η απελευθέρωση; Ανέβηκε στην Αθήνα, είχε κρατήσει τον αριθμό της πλάστιγγας, έψαξε σε όλο το Μοναστηράκι, τη βρήκε και την επέστρεψε στον ΑΣΟ. Τόσο βλαξ.
Μετά την Κατοχή, ήρθε ο Εμφύλιος. Τους θανάτους από πείνα αντικατέστησαν οι αλληλοσκοτωμοί. Μπαίναν οι Χίτες, φεύγαν οι Ελασίτες, φεύγαν οι Χίτες, ερχόντουσαν οι Γερμανοί, γιατί υπήρχε και η γερμανική ανθυποδιοίκηση, και οι Ιταλοί υπήρχαν μέχρι που τους πετσόκοψαν οι Γερμανοί στη γνωστή σφαγή στην Κεφαλονιά. Υπήρχε όμως και η ελπίδα ότι όλο αυτό, δε μπορεί, κάποτε θα τελειώσει. Και κάποτε, τελείωσε. Με απολογισμό τους περισσότερους νεκρούς απ' όλη την Ευρώπη. Ένα εκατομμύριο Έλληνες εξαφανίστηκαν.
Αρχίσαμε πάλι. Υποχρεωτικά. Απ' το τίποτα. Αλλά όταν αρχίζεις απ' το τίποτα, μπορείς να ονειρευτείς χωρίς όρια. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό. Ονειρεύεσαι συνήθως πάνω απ' τις δυνατότητες σου και προσγειώνεσαι απότομα. Σίγουρα όμως είναι λυτρωτικό. Αυτές οι απότομες προσγειώσεις είναι ο πηλός της ανθρώπινης υπόστασης του καθενός μας.
Στην προσωπική μου αξιολόγηση δεν θεωρείσαι άνθρωπος αν το όνειρο σου είναι να τρως προσούτο με πεπόνι στο εξοχικό σου στη Μύκονο. Και λυπάμαι πολύ γι' αυτά τα χυδαία, μεταπολιτευτικά όνειρα. Μάλλον όχι, αυτά δεν είναι όνειρα. Είναι στόχοι. Αμερικάνικες βλακείες. «Σημειώστε τον επόμενο στόχο σας». Λες κι η ζωή του ανθρώπου είναι ποτέ ευθεία σαν το χάρακα. Βλακείες. Στον άνθρωπο δεν λείπουν οι στόχοι, τα ιδανικά λείπουν.
Τελειώνοντας το σχολείο, έπεσε στα χέρια μου ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα με τίτλο: «Μάρτιν Αρρόουσμιθ» Ο ομώνυμος πρωταγωνιστής αηδιασμένος από τον εμπορευματοποίηση των γιατρών της εποχής, τα εγκατέλειψε όλα, πήρε ένα μικρό σπίτι σε μια λίμνη και αφιερώθηκε στην έρευνα. Αυτό το βιβλίο με σημάδεψε και αποφάσισα να γίνω γιατρός. Στη φτωχή, μεταπολεμική Ελλάδα της δεκαετίας του '50 έδωσα γραπτές, προκαταρκτικές εξετάσεις για υποτροφία στο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και με δέχτηκαν.
Ξεκαθάρισαν ωστόσο ότι, ανεξαρτήτως υποτροφίας, τα έξοδα σίτισης και διαμονής στο Πανεπιστήμιο ανέρχονταν σε δέκα χιλιάδες δολάρια το χρόνο. Αστρονομικό ποσό. Ο πατέρας μου λιποθύμησε κι εγώ προσγειώθηκα απότομα περιορίζοντας τα όνειρα μου στην Ιατρική Αθηνών. Όταν ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω, νοίκιασα ένα δωματιάκι στα Εξάρχεια. Για να καταφέρνω να επιβιώνω έκανα τις πιο απίθανες δουλειές. Χωρίς επιτυχία εννοείται. Από λιμενεργάτης μέχρι γραμματέας σε σχολή αισθητικής. Όταν τελικά έφτασα στο τρίτο έτος της Ιατρικής, μπήκαμε στο αμφιθέατρο για να παρακολουθήσουμε την πρώτη εγχείρηση χολής. Όπως λοιπόν καθόμουνα και βλέπω το πρώτο νυστέρι να μπαίνει, ακούω το πρώτο «σντουπ». Και μετά συνέχεια, σντουπ, σντουπ, σντουπ... Ήταν τα κεφάλια των λιποθυμισμένων φοιτητών. Μετά από λίγο καιρό δεν άντεξα κι εγώ, τα παράτησα.
Σκηνοθέτησα την πρώτη ταινία στα εικοσιεννιά μου. «Συννεφιασμένοι ορίζοντες» λεγόταν και πρωταγωνιστούσαν η Μάρθα η Βούρτση κι ο Αλέκος Αλεξανδράκης.
Σπουδαία ηθοποιός η Μάρθα. Ήταν η βασίλισσα του μελό τότε. Το μελό ήταν πολύ της μόδας αλλά εκείνη το είχε σιχαθεί σε τέτοιο βαθμό που δυσκολευόταν ακόμα και να δακρύσει σε κάποια πλάνα. Εγώ, επίσης. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα έκανα μια ταινία εμπορική. Προσπάθησα λοιπόν να την κάνω λίγο πιο καλλιτεχνική. Όταν όμως προσπαθείς να αλλάξεις κάτι λίγο, στο τέλος μένεις πάντα με κάτι λίγο. Καλύτερα να ήταν ένα ξεκάθαρο και έντιμο μελό.
Τρία χρόνια αργότερα, το'69, καταφέρνω, μετά μυρίων βασάνων και με απίστευτες δυσκολίες γιατί έχει γίνει εντωμεταξύ η δικτατορία, να τελειώσω την πρώτη δική μου μικρού μήκους, τη «Μήδεια '70». Η ταινία άρεσε πολύ στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μου δώσανε το βραβείο σκηνοθεσίας. Μετά απ' αυτό, με καλούν απ' το ΙΚΥ, το ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Ήταν θυμάμαι στην Πλάκα, εκεί που είναι το φανάρι του Διογένους. Μου πρόσφεραν μια υποτροφία για την Αγγλία για τρία χρόνια κι εγώ την αρνήθηκα. Δεν επέτρεψα στον εαυτό να αποδεχτεί οτιδήποτε κρατικό στα χρόνια της χούντας. Αυτό με την υποτροφία το μετάνιωσα. Πολύ. Έπρεπε να είχα φύγει. Tιμάς τη χώρα σου και σου ανταποδίδει προδοσία. Τίποτ' άλλο. Μία ζωή προδοσία.
Αυτή η χώρα λατρεύει τους προδότες.
Και τότε και τώρα και πάντα»
Πηγή : lifo.gr