
«Μαζί τα φάγαμε» μας είπε πριν από ένα χρόνο ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος.
Μια φράση που εξόργισε τον κόσμο. Υπήρξαν ορισμένοι Ελληνες που ωφελήθηκαν από τις δύο δεκαετίες αφθονίας, η οποία στηρίχθηκε κυρίως από τα διαρθρωτικά κεφάλαια της Ε.Ε. και τον κρατικό δανεισμό.
Ακόμα χειρότερα, υπήρξαν οι καιροσκόποι, οι διεφθαρμένοι και οι ευνοημένες ομάδες συμφερόντων που επωφελήθηκαν ακόμα περισσότερο συγκριτικά με τους τίμιους και τους εργατικούς.
Η συμμετοχή στο κοινό νόμισμα της Ε.Ε. θεωρήθηκε παράγοντας ανέλιξης της Ελλάδας στο υψηλότερο επίπεδο των ανεπτυγμένων χωρών. Αντιλαμβανόμαστε πλέον, με πόνο, ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια.
Τι είναι λοιπόν μια «ανεπτυγμένη οικονομία»; Η Ελλάδα σε ποιο στάδιο βρίσκεται σήμερα; Είναι γεγονός ότι τα έθνη βρίσκονται σε διαρκή εμπορικό ανταγωνισμό. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ αυτών των χωρών θα μπορούσε να συγκλίνει καθώς οι αγοραστές αγαθών και υπηρεσιών θα έδειχναν προτίμηση προς τα φθηνότερα και πιο ποιοτικά προϊόντα. Και έτσι θα ερχόταν μια ισορροπία.
Ομως αυτή η ισορροπία δεν υπάρχει. Η ανάπτυξη των πιο περιζήτητων αγαθών και υπηρεσιών απαιτεί χρόνο αλλά και τις κατάλληλες προϋποθέσεις.
Οι περισσότεροι παράγοντες που συμβάλλουν στην απόκλιση των εισοδημάτων μεταξύ των χωρών σχετίζονται με τις διαφορές στο επίπεδο εκπαίδευσης, στην κουλτούρα, στο πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων, στο πολιτικό σύστημα, στη γραφειοκρατία, στην αποταμίευση, στο επενδυτικό μοντέλο, στο επίπεδο δανεισμού και στην κινητικότητα του πληθυσμού.
Οι οικονομίες βρίσκονται διαρκώς σε φάση προόδου ή πτώσης, καθώς οι δυναμικές αναπτύσσονται σε βάθος χρόνου.
Η συνοπτική κατάταξη χωρών, με βάση το επίπεδο ανάπτυξης που ακολουθεί, ίσως φαίνεται υπεραπλουστευτική. Είναι ωστόσο ένας χρήσιμος οδηγός:
- Επίπεδο 1: Χώρες που είναι φτωχές και το γνωρίζουν (Τσαντ, Τανζανία). Οι κάτοικοι έχουν χαμηλά εισοδήματα και ζουν με τρόπο που τους εξασφαλίζει τα στοιχειώδη. Δεν σπαταλούν χρήματα, αλλά δεν έχουν και αρκετά ώστε να αποταμιεύουν. Δουλεύουν σκληρά και σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργούν υποδομές για εξαγωγές ώστε να ξεφύγουν από τα επίπεδα φτώχειας.
- Επίπεδο 2: Χώρες που γίνονται γρήγορα πλούσιες, αλλά νομίζουν ακόμα ότι είναι φτωχές (Τουρκία, Μεξικό, Ινδία, Κίνα και Βραζιλία βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο αυτού του επιπέδου). Οι χώρες είναι εκβιομηχανισμένες και παράγουν εξαγώγιμα προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλού κόστους ώστε να ξεφύγουν από το επίπεδο 1. Δημιουργείται αποταμιευτική βάση, αναπτύσσεται η εσωτερική οικονομία, όμως οι κοινωνίες παραμένουν συντηρητικές και δουλεύουν σε σκληρές συνθήκες.
Στις ΗΠΑ το 1900 ο μέσος χρόνος εργασίας ήταν 60 ώρες την εβδομάδα και στην Κίνα σήμερα είναι 90 ώρες την εβδομάδα. Τα νομίσματα των χωρών αυτών παραμένουν υποτιμημένα.
- Επίπεδο 3: Χώρες που είναι πλούσιες και το γνωρίζουν (Καναδάς, Γερμανία, Ολλανδία). Τα κατά κεφαλήν εισοδήματα είναι στο υψηλότερο επίπεδο παγκοσμίως και οι χώρες συνεχίζουν να επενδύουν σε παραγωγικές δραστηριότητες.
Το επίπεδο υποδομών είναι καλό και το επίπεδο επένδυσης σε έρευνα και ανάπτυξη παραμένει υψηλό. Ωστόσο, όσο αυξάνεται η κατανάλωση ανεβαίνουν και οι εισαγωγές. Υπάρχει αύξηση της κατανάλωσης σε είδη πολυτελείας και υπηρεσίες ελεύθερου χρόνου, καθώς και μείωση του εργάσιμου χρόνου (πέντε αντί έξι ημέρες εβδομαδιαίας απασχόλησης).
- Επίπεδο 4: Χώρες που γίνονται φτωχότερες, θεωρώντας ότι παραμένουν πλούσιες (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία). Λίγοι κάτοικοι αντιμετωπίζουν το φάσμα της φτώχειας, ενώ η ευημερία θεωρείται οιονεί δικαίωμα εκ γενετής.
Ενώ όμως το κατά κεφαλήν εισόδημα φθίνει, δυσκολεύονται να μειώσουν τις δαπάνες. Η απόφαση της Γαλλίας να εφαρμόσει προ ετών το 35ωρο αποτελεί τυπικό παράδειγμα απομάκρυνσης από την πραγματικότητα.
- Επίπεδο 5: Σχετική πτώση την οποία αποδέχονται καθυστερημένα οι ίδιες οι χώρες. Οι χώρες του δυτικού κόσμου που βρίσκονται στο επίπεδο 4 τείνουν να βρεθούν στο επίπεδο 5. Οι διαμαρτυρίες για μεγαλύτερες δαπάνες ή λιγότερους φόρους καταδεικνύουν την άρνηση μιας πραγματικότητας που στηρίζεται στη μείωση του εθνικού πλούτου και τη σημαντική αύξηση του δημόσιου δανεισμού - εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται συχνά για να αντισταθμιστεί η πτώση της οικονομίας.
Είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς αν οι τόσο μεγάλες αποκλίσεις εισοδήματος είναι ένα φαινόμενο με διάρκεια: η έλλειψη σύγκλισης έχει συγκυριακό χαρακτήρα ή οφείλεται σε παράγοντες που εκτείνονται σε βάθος χρόνου;
Ποιοι είναι οι λόγοι που κάνουν τον Κινέζο εργάτη να αμείβεται με το ένα δέκατο ενός Αμερικανού ή κάποιον από την ΠΓΔΜ να κερδίζει μόλις το ένα πέμπτο του εισοδήματος ενός Ελληνα, ο οποίος με τη σειρά του πληρώνεται με το ένα τρίτο του μισθού ενός βορειοευρωπαίου;
Με άλλα λόγια: πού βρισκόμαστε εμείς σε αυτό τον κατάλογο των πέντε επιπέδων; Είναι περίπλοκο να εντοπίσει κανείς την Ελλάδα σε αυτό τον χάρτη. Υπάρχουν ορισμένες χώρες όπως η Ελλάδα και η Αργεντινή, που αποτελούν ίσως τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι ηγέτες των οποίων προσπάθησαν να «κόψουν δρόμο» για να φτάσουν στο τρίτο επίπεδο.
Τόσο η Ελλάδα όσο και η Αργεντινή χρησιμοποίησαν μια νομισματική συμφωνία για να επιταχύνουν αυτή τη διαδικασία εξέλιξης. Στις αρχές του 1990, η Αργεντινή συνέδεσε το πέσο με το δολάριο. Μια δεκαετία μετά η Ελλάδα εισήλθε στην ΟΝΕ.
Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις το επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας δεν δικαιολογούσε την πρόσδεση με μια ισχυρή συναλλαγματική ισοτιμία. Αμφότερες οι χώρες χαρακτηρίζονταν από υψηλό επίπεδο διαφθοράς και κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος. Οι ευνοϊκότερες συνθήκες δανεισμού επέτρεψαν στους ηγέτες των χωρών να δημιουργήσουν, έστω και για λίγο, την ψευδαίσθηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Η Ελλάδα πήγε απευθείας από το επίπεδο 2 στο επίπεδο 4 και απότομα στο επίπεδο 5. Η Ελλάδα βρέθηκε σε παρακμιακή πορεία χωρίς προηγουμένως να περάσει από όλα τα στάδια.
Αυτό δεν θα είχε τόση σημασία αν οι πολιτικοί και τα ορισμένα οργανωμένα συμφέροντα μπορούσαν να το αποδεχτούν. Δυστυχώς ορισμένοι τομείς της οικονομίας συνήθισαν να απολαμβάνουν υψηλά επίπεδα διαβίωσης χωρίς να αποδέχονται ότι η άνοδος αυτή στηρίχτηκε στον δανεισμό. Συνεπώς η απαιτούμενη μεταβολή δεν ήταν μόνο οικονομική αλλά και ψυχολογική.
Κι όμως έχουμε ένα κρυφό πλεονέκτημα στην προσπάθεια σύγκλισης της εργασίας (παραγωγικότητας) με τα επίπεδα της υπόλοιπης Ευρώπης.
Καθώς η ελληνική οικονομία είναι τόσο δυσλειτουργική και αναποτελεσματική, το περιθώριο βελτίωσης είναι τεράστιο. Ακόμα και μια μικρή πρόοδος θα έχει σημαντικά αποτελέσματα σε οικονομικό επίπεδο.
Για παράδειγμα μια διεθνής μελέτη έχει δείξει ότι αν η Ελλάδα μειώσει τη διαφθορά τουλάχιστον στα επίπεδα της Ισπανίας, αν όχι σε αυτά της Ολλανδίας και της Δανίας, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μπορούσε να μειωθεί κατά 4% σε σχέση με το ΑΕΠ (η περαιτέρω μείωση του χρέους είναι επίσης απαραίτητη αλλά όχι αρκετή).
Επίσης, η είσπραξη φόρων θα πρέπει να αυτοματοποιηθεί, να έχει καθολική εφαρμογή και να πραγματοποιείται μέσω ταχυδρομείου και όχι με προσωπική επαφή του φορολογουμένου με τις οικονομικές υπηρεσίες.
Θα πρέπει ακόμα να στραφούμε και στον παραγωγικό τομέα. Οι Ελληνες θα πρέπει να πάψουν να αλληλοκατηγορούνται και να αναλάβουν τις ευθύνες για το μέλλον της οικονομίας.
Δεν θα πρέπει πλέον να αναζητούμε εισόδημα από το κράτος: το Δημόσιο είναι μεγάλο και πολύ αναποτελεσματικό. Θα πρέπει να τεθεί τέλος στις περιοριστικές πρακτικές και τα κλειστά επαγγέλματα που αποφέρουν με τεχνητό τρόπο υψηλά εισοδήματα σε αντιπαραγωγικούς τομείς.
Η επιτυχία των περισσότερων από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είναι στα χέρια μας. Αν αποδεχθούμε ψυχολογικά την πραγματική μας θέση στον κύκλο της ανάπτυξης τότε μπορούμε να αναλάβουμε αυτό το δύσκολο έργο. Στην Ελλάδα τα πάντα είναι ζήτημα κουλτούρας.
news.kathimerini.gr