Διαβάτη εσύ που αμέριμνος ρωτάς...Μπαρούτι βόλια θέλω.
Διαβάτη εσύ που αμερίμνως ρωτάς μπαρούτι βόλια θέλω.
O Ελληνικός εθνικοαπελευθερετικός αγώνας ενέπνευσε πολλούς φιλέλληνες λογοτέχνες σε βαθύτερο ιδεολογικο επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό,ο Νιεβο και ο Ουγκώ, αποτύπωσαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα, συμβάλλοντας με την πενα τους στο κύμα συμπαράστασης προς το ελληνικό έθνος,και ενδεχομένως στη μετέπειτα γενικότερη εγκαθίδρυση,φιλελευθέρων καθεστώτων προς αντικατάσταση απολυταρχικών.
Τον 19ο αιώνα κυριαρχεί το κίνημα του ρομαντισμού, με άνθιση του μυστηρίου, της φαντασίας και του συναισθήματος, που εκφράζονται αντισυμβατικά, με ευαισθησία, λυρισμό και καλλιτεχνική ελευθερία, με την ποίηση, να αποτελεί τον προσφορότερο χώρο λυρικής ανανέωσης (Μπάυρον, Λαμαρτίν, Ουγκώ, Χάινε κά). Στο πνεύμα κινήματος αυτού, οι φιλέλληνες λογοτέχνες υμνούν και στηρίζουν την Ελληνική Επανάσταση, παρέχοντας ηθική υποστήριξη και πνευματικά όπλα, στους υπόδουλους λαούς εν γένει.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Ιππόλυτο Νιέβο, δημιουργούν έργα που συγκινούν την κοινή γνώμη, και την καθιστούν «μάρτυρα» των ιστορικών εξελίξεων:
Στο ποίημά «Το Ελληνόπουλο», ο Ουγκώ, αναδεικνύει τις συνέπειες της σφαγής της Χίου, και με παρομοιώσεις, μεταφορές, λυρισμό και αναφορές στη φύση, αντιπαραβάλλει την αλλοτινή ομορφιά του νησιού, στην προκληθείσα από το τουρκικό μένος ερημιά και εξαθλίωση.
Με προφανή στόχο τη συγκίνηση και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, για τα δεινά των εξεγερμένων Ελλήνων, ο Ουγκώ ως διαβάτης προβάλλει περιγράφοντας λεπτομερώς ένα μικρό ελληνόπουλο ολομόναχο ανάμεσα στα συντρίμμια, και συμπονώντας το, το ρωτά ποιό απ’ τ’ αγαθά της φύσης θέλει να του χαρίσει, ανασύροντας ενίοτε εξωτικά στοιχεία.
Οι ερωτήσεις του όμως αποδεικνύονται «αφελείς», καθώς η θλίψη του παιδιού έχει μετατραπεί σε οργή και αγωνιστικότητα, ενσαρκώνοντας το όραμα και την αυτοθυσία του επαναστατημένου ελληνισμού, που παρότι μικρός και απροστάτευτος, σηκώνει το ανάστημά του εναντίον της τυραννίας μιας αυτοκρατορίας.
Η πεισματική άρνηση του Ελληνόπουλου-Ελληνισμού, να συμβιβαστεί και να νικηθεί, παρά τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται, το καθιστά τελικώς θριαμβευτή στα μάτια των αναγνωστών:
Τοῦρκοι διαβῆκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ὡς πέρα.
Η Χίο, τ’ ὁλόμορφο νησί, μαύρη ἀπομένει ξέρα,
μὲ τὰ κρασιά, μὲ τὰ δεντρά τ' ἀρχοντονήσι, ποὺ βουνὰ καὶ σπίτια καὶ λαγκάδια
καὶ στὸ χορὸ τὶς λυγερὲς καμιὰ φορὰ τὰ βράδια καθρέφτιζε μέσ' στὰ νερά.
᾽Ερμιὰ παντοῦ. Μὰ κοίταξε κι ἀπάνου ἐκεῖ στὸ βράχο,
στοῦ κάστρου τὰ χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο κάθεται, σκύβει θλιβερὰ
τὸ κεφαλάκι, στήριγμα καὶ σκέπη τοῦ ἀπομένει
μόνο μιὰ ν' ἄσπρη ἀγράμπελη σὰν αὐτὸ ξεχασμένη μέσ' στὴν ἀφάνταστη φθορά.
-Φτωχὸ παιδί, ποὺ κάθεσαι ξυπόλυτο στὶς ράχες γιὰ νὰ μὴν κλαῖς λυπητερά, τ' ἤθελες τάχα νά ̓χες
γιὰ νὰ τὰ ἰδῶ τὰ θαλασσὰ ματάκια σου ν ̓ ἀστράψουνε, νὰ ξαστερώσουν πάλι,
καὶ νὰ σηκώσῃς χαρωπὰ σὰν πρῶτα τὸ κεφάλι μὲ τὰ μαλλάκια τὰ χρυσά;
Τί θέλεις, ἄτυχο παιδί, τί θέλεις νὰ σοῦ δόσω γιὰ νὰ τὰ πλέξῃς ξέγνοιαστα,
γιὰ νὰ τὰ καμαρώσω ριχτὰ στοὺς ὤμους σου πλατιὰ μαλλάκια
ποὺ τοῦ ψαλλιδιοῦ δὲν τἄχει ἀγγίξει ἡ κόψη,
καί σκόρπια στὴ δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν ὄψη καὶ σὰν τὴν κλαίουσα τὴν ἰτιά;
Σὰν τί μποροῦσε νὰ σοῦ διώξῃ τάχα τὸ μαράζι; Μήπως τὸ κρίνο ἀπ ̓ τὸ ̓Ιρὰν ποὺ τοῦ ματιοῦ σου μοιάζει;
Μήν ὁ καρπὸς ἀπ' τὸ δεντρὶ ποὺ μέσ' στὴ μουσουλμανικὴ παράδεισο φυτρώνει,
κ' ἕν' ἄλογο χρόμια ἑκατὸ κι ἂν πηλαλάει, δὲ σώνει μέσ' ἀπ ̓ τὸν ἴσκιο του νὰ βγῇ;
Μὴ τὸ πουλὶ ποὺ κελαϊδάει στὸ δάσος νύχτα μέρα καὶ μὲ τὴ γλύκα του περνάει καὶ ντέφι καὶ φλογέρα;
Τί θὲς κι ἀπ' ὅλα τ' ἀγαθὰ τοῦτα; Πὲς! Τ' ἄνθος, τὸν καρπό; θὲς τὸ πουλί;
-Διαβάτη, μοῦ κράζει τὸ ᾽Ελληνόπουλο μὲ τὸ γαλάζιο μάτι· βόλια, μπαρούτη θέλω, νά!
(μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)
Επιμέλεια κειμένου – Μυρτώ Πανθέου
Πηγή :