"Στην Άκρη του κόσμου"
Παρασκευή βράδυ, η δουλειά έχει τελειώσει κι εγώ βρίσκομαι για άλλη μια φορά αυτή την εβδομάδα μέσα στο αεροπλάνο. Η μυρωδιά του καφέ, σαν ...
https://to-synoro.blogspot.com/2021/10/skepseis.html
Παρασκευή βράδυ, η δουλειά έχει τελειώσει κι εγώ βρίσκομαι για άλλη μια φορά αυτή την εβδομάδα μέσα στο αεροπλάνο. Η μυρωδιά του καφέ, σαν να με ξυπνάει από λήθαργο και σηματοδοτεί το τέλος της εβδομάδας. Η Αθήνα βροχερή είναι χάλια. Παραλύουν τα πάντα. Να απογειωθούμε, να τελειώνει το βάσανο. Ανακαλύπτω κοιτάζοντας έξω από το στενό παραθυράκι του αεροπλάνου πως μάλλον έχει αρχίσει να με κουράζει όλο αυτό το πήγαινε-έλα…
Κάθε Παρασκευή στη θέση 19 Α, πάνω απ' το φτερό σχεδόν. Κάνω συχνά τώρα τελευταία την διαδρομή Αθήνα – Μυτιλήνη. Βλέπεις το απαιτεί η δουλειά…
Η Μυτιλήνη… Ούτε μικρό, ούτε μεγάλο το νησί για τα γούστα μου. Οι άνθρωποι ευγενικοί. Το μπλε το απέραντο, παντού παρόν και κάθε στροφή μια ομορφιά χειμώνα-καλοκαίρι. Είχα παλιούς λογαριασμούς μαζί του. Ένα μεταπτυχιακό που ποτέ δεν έκανα εκεί αν και είχα την ευκαιρία, μια τελειωμένη εδώ και καιρό αγάπη δυνατή, και πάνω από έξι καλοκαιρινές επισκέψεις από αυτές που δύσκολα ξεχνιούνται στο πέρασμα του χρόνου κυρίως για τις εικόνες τους ήχους και τις μυρωδιές τους.
Και μετά από αυτά, να 'μαι εδώ, δουλεύοντας πολλές ώρες την εβδομάδα γυρνώντας όλο το νησί καθημερινά σαν να έχω γεννηθεί εδώ, σαν να είναι κομμάτι μου. Και τα βράδια να περπατάω στην προκυμαία και να χαζεύω τα χρώματα, κάθε μέρα και διαφορετικά! Ως το Φάρο και μετά πάλι πίσω στο χωριό…
Σκέψεις μπλεγμένες με ήχους και εικόνες κι εγώ κάπου εκεί ανάμεσα… Σε σκέφτομαι συχνά, αποζητώντας το γέλιο και τα αστεία σου.
Έχω πάψει να αναρωτιέμαι πλέον… μόνο θυμάμαι αβίαστα.
Θυμάμαι τις βόλτες μας, το πρωινό χαμόγελο σου που πολύ έχω επιθυμήσει, το αγαπημένο μας ταβερνάκι που έκλεισε κι αυτό λόγω της οικονομικής κρίσης, με πονάει που το βλέπω έτσι παρατημένο και μόνο του, μου θυμίζει εμάς…
Αυτό που όμως θέλησα να ξανακάνω μόλις πάτησα το πόδι μου στο νησί, ήταν να πάω στην αγαπημένη μας παραλία, στη Νυφίδα.
Μόλις πήρα τη στροφή για να μπώ στο ψαροχώρι, όλα άρχισαν να χορεύουν μπροστά μου και τα τζάμια του αυτοκινήτου θόλωσαν ξαφνικά… ή μήπως δεν ήταν τα τζάμια;
Σταμάτησα σε μια άκρη, κατέβηκα από το αυτοκίνητο παρόλο τον
αέρα που φύσαγε με μανία και σαν ένα ρομπότ, άρχισα μηχανικά να λύνω τα
κορδόνια από τα καινούρια μου αθλητικά παπούτσια. Τα ξυπόλητα πόδια μου
ένιωσαν τη στιγμή χωρίς να διστάσουν να προχωρήσουν πάνω στη βρεγμένη
άμμο. Μπήκα στο παγωμένο νερό ως τα γόνατα και ξαφνικά ένιωσα να
λυτρώνομαι με συνοδεία δύο καυτά δάκρυα στα κρύα μου μάγουλα.
Τελικά το χειμώνα έχει μια άγρια ομορφιά ετούτη εδώ η γωνιά του νησιού.
Ένιωσα μαζί με τα δυνατά κύματα να ακούω τις κουβέντες, τα γέλια και να νιώθω τα αγγίγματα από εκείνο το ζεστό πρωινό του Αυγούστου.
Όλα είχαν ζεστάνει μέσα μου κι εγώ στιγμιαία, μπόρεσα για λίγο να βρώ τον εαυτό μου. Γιατί μετά το χωρισμό, έχασα όλα όσα είχα μέσα μου. Την χαρά μου, το χαμόγελο, τον αυθορμητισμό μου, εσένα…
Ένιωσα μαζί με τα δυνατά κύματα να ακούω τις κουβέντες, τα γέλια και να νιώθω τα αγγίγματα από εκείνο το ζεστό πρωινό του Αυγούστου.
Όλα είχαν ζεστάνει μέσα μου κι εγώ στιγμιαία, μπόρεσα για λίγο να βρώ τον εαυτό μου. Γιατί μετά το χωρισμό, έχασα όλα όσα είχα μέσα μου. Την χαρά μου, το χαμόγελο, τον αυθορμητισμό μου, εσένα…
Βγήκα έξω και σωριάστηκα σε μια ξαπλώστρα φθαρμένη και παρατημένη στη χειμωνιάτικη παραλία.
Ερημιά.
Δεν κατάλαβα πότε το μικρό κουτάβι ήρθε δίπλα μου. Του έδωσα ένα χάδι κι αυτό ούτε που κουνήθηκε, απλά γρύλισε ευχαριστημένο. Αδέσποτο θα ήταν, δε φόραγε λουρί. Από εκείνη τη στιγμή το έχω δίπλα μου, το πήρα για δικό μου. Για παρέα στη μοναξιά μου, για παρηγοριά στα δύσκολα.
Έκανα κι ένα βήμα μεγάλο για τα δικά μου δεδομένα. Όταν πήγα στη Νυφίδα εκείνο το πρωινό, πέρασα μπροστά από ένα σπίτι σε χρώμα ώχρα, με μια μεγάλη αυλή και μια ξύλινη περίφραξη. Παρατημένο από τον χρόνο και κάτι ξύλινα πατζούρια φαγωμένα από την αλμύρα της θάλλασας. Ξαφνικά θυμήθηκα εκείνη τη μεσημεριανή μας κουβέντα, τότε που κάναμε σχέδια για να μείνουμε εδώ. Δεν κατάλαβα ακόμη πώς ρώτησα έναν χαμογελαστό ταβερνιάρη, τον Γιώτη, αν πωλείται. Η απάντηση ήταν θετική… Δεν άργησα πολύ και το σπίτι ήταν δικό μου σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα.
Ερημιά.
Δεν κατάλαβα πότε το μικρό κουτάβι ήρθε δίπλα μου. Του έδωσα ένα χάδι κι αυτό ούτε που κουνήθηκε, απλά γρύλισε ευχαριστημένο. Αδέσποτο θα ήταν, δε φόραγε λουρί. Από εκείνη τη στιγμή το έχω δίπλα μου, το πήρα για δικό μου. Για παρέα στη μοναξιά μου, για παρηγοριά στα δύσκολα.
Έκανα κι ένα βήμα μεγάλο για τα δικά μου δεδομένα. Όταν πήγα στη Νυφίδα εκείνο το πρωινό, πέρασα μπροστά από ένα σπίτι σε χρώμα ώχρα, με μια μεγάλη αυλή και μια ξύλινη περίφραξη. Παρατημένο από τον χρόνο και κάτι ξύλινα πατζούρια φαγωμένα από την αλμύρα της θάλλασας. Ξαφνικά θυμήθηκα εκείνη τη μεσημεριανή μας κουβέντα, τότε που κάναμε σχέδια για να μείνουμε εδώ. Δεν κατάλαβα ακόμη πώς ρώτησα έναν χαμογελαστό ταβερνιάρη, τον Γιώτη, αν πωλείται. Η απάντηση ήταν θετική… Δεν άργησα πολύ και το σπίτι ήταν δικό μου σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα.
Άρχισα να το
φτιάχνω σιγά σιγά με πολύ προσωπική δουλειά. Έβαλα και μια αιώρα στην
αυλή, ανάμεσα σε κάτι πανύψηλες λεύκες, κληρονομιά του σπιτιού. Εκείνες
τις στιγμές δε σε σκεφτόμουν καθόλου! Ίδρωνα, κουραζόμουν, σχεδίαζα!
Μόλις τέλειωσα το σπίτι, ξάπλωσα στην αιώρα. Τελικά, είχε πάρει τη μορφή
που ήθελα. Κι ύστερα, άρχισα να σε σκέφτομαι όλο και πιο πολύ! Έτσι θα
έκανα το όνειρό σου, που έγινε όνειρό μου, το όνειρο μας,
πραγματικότητα. Θα έμενα στο νησί… μόνιμα. Απόφαση μεγάλη, που όμως
τελικά αναλογίζομαι μετά από τέσσερα χρόνια πως την πήρα τόσο αβίαστα
και για αυτό περνάω υπέροχα εδώ, παρόλα τα μικρά διαλλείματα της Αθήνας.
Η Δουλειά… είπαμε!
Από τότε, οι μέρες περνάνε γρήγορα εδώ, έχω κάνει φιλίες με όλο το χωριό, είναι καλοί άνθρωποι, φιλικοί και διακριτικοί.
Τα πρωινά, σε σκέφτομαι λίγο, πίνω τον καφέ μου και αγναντεύω τη θάλασσα, άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε φουρτουνιασμένη, όπως κι εγώ. Ο Ιάκωβος, το αδέσποτο που λέγαμε πρίν, έχει γίνει ο φύλακας άγγελός μου. Βολτάρουμε κάθε πρωί στην αμμουδιά της Νυφίδας και τότε μου λείπεις πιο πολύ! Δεν ξέρω γιατί… Και κάτι μεσημέρια πνιγμένα στον ήλιο, νομίζω πως θα σταματήσει το μικρό αυτοκίνητο και θα κατέβεις εσύ, λέγοντάς μου πως επέστρεψες! Όνειρο είναι όμως και τίποτα παραπάνω.
Τα βράδια είναι τα πιο δύσκολα. Ανάβω το τζάκι, βάζω στο βαρύ κρυστάλλινο ποτήρι το ποτό μου και αρχίζω να σου μιλάω γράφοντας. Άπειρα χαρτιά πάνω στο γραφείο μου κι άλλα κάτω στο πάτωμα. Γράφουν όσα θα θελα κάποτε να σου πώ. Σκέφτομαι πως αν τα βρει κάποιος, ίσως να γράψει μυθιστόρημα. Εγώ προς το παρόν, μόνο σε σένα νομίζω πως νιώθω άνετα να τα δείξω. Πάντα το γράψιμο ήταν η πιο κρυφή πτυχή του εαυτού μου. Κανείς δεν ήξερε ότι γράφω… Μόνο εσύ, και στεκόσουν κάτι βράδια στην πόρτα και κοίταζες σιωπηλά.
Τι τα θυμήθηκα πάλι όλα αυτά;
Τα πρωινά, σε σκέφτομαι λίγο, πίνω τον καφέ μου και αγναντεύω τη θάλασσα, άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε φουρτουνιασμένη, όπως κι εγώ. Ο Ιάκωβος, το αδέσποτο που λέγαμε πρίν, έχει γίνει ο φύλακας άγγελός μου. Βολτάρουμε κάθε πρωί στην αμμουδιά της Νυφίδας και τότε μου λείπεις πιο πολύ! Δεν ξέρω γιατί… Και κάτι μεσημέρια πνιγμένα στον ήλιο, νομίζω πως θα σταματήσει το μικρό αυτοκίνητο και θα κατέβεις εσύ, λέγοντάς μου πως επέστρεψες! Όνειρο είναι όμως και τίποτα παραπάνω.
Τα βράδια είναι τα πιο δύσκολα. Ανάβω το τζάκι, βάζω στο βαρύ κρυστάλλινο ποτήρι το ποτό μου και αρχίζω να σου μιλάω γράφοντας. Άπειρα χαρτιά πάνω στο γραφείο μου κι άλλα κάτω στο πάτωμα. Γράφουν όσα θα θελα κάποτε να σου πώ. Σκέφτομαι πως αν τα βρει κάποιος, ίσως να γράψει μυθιστόρημα. Εγώ προς το παρόν, μόνο σε σένα νομίζω πως νιώθω άνετα να τα δείξω. Πάντα το γράψιμο ήταν η πιο κρυφή πτυχή του εαυτού μου. Κανείς δεν ήξερε ότι γράφω… Μόνο εσύ, και στεκόσουν κάτι βράδια στην πόρτα και κοίταζες σιωπηλά.
Τι τα θυμήθηκα πάλι όλα αυτά;
Eχουμε απογειωθεί εδώ
και ώρα και κοιτάζω το νησί μου από ψηλά. Δεν έχω καταλάβει ακόμη ότι
γράφω τις σκέψεις μου σε ένα μπλοκ με κίτρινες σελίδες. Έχουν γίνει τα
αγαπημένα μου από καιρό. Όπως λέει κι ο Δημήτρης στο μικρό μπακάλικο,
«έχουν πιο μαλακό χαρτί»…
Γυρίζω το κεφάλι μου προς το παράθυρο και κοιτάζω αυτά τα κόκκινα χρώματα που μόνο το ηλιοβασίλεμα στο νησί νομίζω έχει!
«Το νησί μου…»
Γυρίζω το κεφάλι μου προς το παράθυρο και κοιτάζω αυτά τα κόκκινα χρώματα που μόνο το ηλιοβασίλεμα στο νησί νομίζω έχει!
«Το νησί μου…»
Σκέφτομαι,
το κοιτάω γραμμένο και στο μπλοκ μου και ένα σφιχτό χαμόγελο
σχηματίζεται στα χείλη μου. Όλα γύρω από αυτό το νησί του Αιγαίου
γύρναγαν τελικά πάντα και εγώ δεν το ‘χα καταλάβει. Κάποιοι το λένε και
κάρμα… Εγώ μάλλον το είπα προορισμό και προσμονή μιας μοίρας.
Επέστρεψα σε αυτό, έφτιαξα τη ζωή μου εδώ, μια ζωή έτσι όπως την είχα ονειρευτεί, αλλά χωρίς εσένα. Βασικό συστατικό ήσουν πάντα στη ζωή μου. Μάλλον όμως εσύ δεν το είχες καταλάβει, εγώ σε άφησα να φύγεις, κι έτσι τώρα, ζωές παράλληλες και άδειες.
Μαθαίνω για σένα από κοινούς μας φίλους. Φέρνω συχνά την εικόνα σου στο μυαλό μου.
Αναρωτιέμαι καθώς ετοιμαζόμαστε για προσγείωση στο νησί των ονείρων μας: «Λες κάποια μέρα να περπατήσουμε μαζί ξανά στην παραλία μας;». Έξω έχει αρχίσει να χιονίζει, πράγμα απίστευτο για τα δεδομένα του νησιού και το κρύο είναι τσουχτερό! Βγαίνω στην κορυφή της σκάλας του αεροπλάνου κι ο αέρας του νησιού ανακατεμένος με αυτή τη μυρωδιά με κάνει για άλλη μια φορά να λέω «καλά έκανες κι έμεινες εδώ».
Τυλίγω το μπλε κασκόλ που μου είχες αγοράσει γύρω απ’ τον λαιμό μου και αρχίζω να κατεβαίνω τα μεταλλικά σκαλιά… Σκέφτομαι παράλληλα ανοίγοντας το κινητό μου πως έχουν περάσει κιόλας τέσσερα χρόνια που είμαστε χωριστά. Ένα μήνυμα εμφανίζεται στην οθόνη και υπολογίζω πως θα είναι απο το γραφείο.
« Μου Έλειψες πολύ… Σ' αγαπώ ακόμη"
Επέστρεψα σε αυτό, έφτιαξα τη ζωή μου εδώ, μια ζωή έτσι όπως την είχα ονειρευτεί, αλλά χωρίς εσένα. Βασικό συστατικό ήσουν πάντα στη ζωή μου. Μάλλον όμως εσύ δεν το είχες καταλάβει, εγώ σε άφησα να φύγεις, κι έτσι τώρα, ζωές παράλληλες και άδειες.
Μαθαίνω για σένα από κοινούς μας φίλους. Φέρνω συχνά την εικόνα σου στο μυαλό μου.
Αναρωτιέμαι καθώς ετοιμαζόμαστε για προσγείωση στο νησί των ονείρων μας: «Λες κάποια μέρα να περπατήσουμε μαζί ξανά στην παραλία μας;». Έξω έχει αρχίσει να χιονίζει, πράγμα απίστευτο για τα δεδομένα του νησιού και το κρύο είναι τσουχτερό! Βγαίνω στην κορυφή της σκάλας του αεροπλάνου κι ο αέρας του νησιού ανακατεμένος με αυτή τη μυρωδιά με κάνει για άλλη μια φορά να λέω «καλά έκανες κι έμεινες εδώ».
Τυλίγω το μπλε κασκόλ που μου είχες αγοράσει γύρω απ’ τον λαιμό μου και αρχίζω να κατεβαίνω τα μεταλλικά σκαλιά… Σκέφτομαι παράλληλα ανοίγοντας το κινητό μου πως έχουν περάσει κιόλας τέσσερα χρόνια που είμαστε χωριστά. Ένα μήνυμα εμφανίζεται στην οθόνη και υπολογίζω πως θα είναι απο το γραφείο.
« Μου Έλειψες πολύ… Σ' αγαπώ ακόμη"
Επιμέλεια κειμένου: Μαρισώ Υψηλάντη