Οι δικοί σου άνθρωποι δεν χρειάζεται να κάνουν κρότο
Οι δικοί μου οι άνθρωποι, δεν φορέσανε ταμπέλες.
Δεν είναι “φίλοι”, “έρωτες”, “σχέσεις”, “συνεργάτες”, “μόνιμοι” ή “περαστικοί”.
Δεν χρειάζονται ταμπέλα για να προσδιοριστούν.
Τους αρκεί που είναι οι δικοί μου οι άνθρωποι και είμαι κι εγώ, δικός τους άνθρωπος.
Δεν λέμε λόγια μεγάλα κι υποσχέσεις αιώνιες, δεν τα χρειαζόμαστε άλλωστε.
Με τους δικούς μου ανθρώπους, θα διαφωνήσουμε, θα τσακωθούμε, θα αντιμετωπίσουμε και θα συνεχίσουμε την ζωή..
Με τους δικούς μου ανθρώπους, θα σιωπήσουμε χωρίς αυτό να κρύβει ενοχή ή αμηχανία.
Θα μιλήσουμε με τα μάτια, και θα τα έχουμε όλα πει.
Μα κι όταν χρειαστούν τα λόγια, οι λέξεις, δεν θα είναι προγραμματισμένες, επιτηδευμένες και σωστά ειπωμένες.
Θα είναι αυθόρμητες, θα βγαίνουν μέσα από την ψυχή και δεν θα χρειάζονται απάντηση κι επιβεβαίωση.
Οι δικοί μου οι άνθρωποι δεν κάνουν θόρυβο όταν έρχονται.
Δεν έρχονται όταν “πρέπει”.
Γίνονται τείχος και τα χέρια τους βάζουν στην ψυχή μου την αγάπη τους μ’ ένα μόνο χάδι και μια αγκαλιά.
Μα κι ακόμα κι αν δεν είναι η φυσική τους παρουσία εκεί, εγώ, τους ανθρώπους μου τους νιώθω.
Τους βλέπω να ναι εκεί.
Σε χαρές και σε λύπες.
Δεν κάνουν διακρίσεις οι άνθρωποί μου στις στιγμές.
Είναι όμως ΕΚΕΙ.
Όπου η στιγμή ορίζει το “εκεί”. Όπου η ζωή δώσει ραντεβού και μας καλέσει να εμφανιστούμε.
Οι δικοί μου οι άνθρωποι, δεν επιβάλλουν, δεν επιβάλλονται, δεν
ασχολούνται με τα μικρά και τα περαστικά γιατί ξέρουν πως είναι χαμένος
χρόνος.
Οι δικοί μου οι άνθρωποι, είναι ο λόγος κι η αιτία που δεν θα ασχοληθώ
ποτέ παραπάνω με τους μικρούς, περαστικούς και θορυβώδεις ντενεκέδες.
Γιατί οι δικοί μου οι άνθρωποι, είναι η απόδειξη πως αξίζει να πιστεύεις, αξίζει να εμπιστεύεσαι, αξίζει να ρισκάρεις.
Γιατί οι δικοί μου οι άνθρωποι, στις ώρες του αδιεξόδου, δεν με παίρνουν από το χέρι να με πάνε εκεί που κρίνουν πως πρέπει να είμαι, αλλά μου δείχνουν τους δρόμους που μπορώ να περπατήσω μαζί τους.
Γιατί την πιο σκοτεινή μου ώρα, οι άνθρωποί μου, ήταν εκεί. Γιατί στις πιο φωτεινές μου στιγμές, οι άνθρωποί μου ήταν εκεί.
Αλήθινοί. Ατόφιοι. Με μάτια καθαρά και χέρια που έβαζαν μέσα μου την
αγάπη κι εκείνων που δεν μπορούσαν να είναι παρόντες με το σώμα τους.
Γιατί με την ψυχή τους, ήταν εκεί.
Γιατί την φωνή τους όλες αυτές τις μέρες την είχα στ’αυτιά μου άλλοτε να
με κανακεύει κι άλλοτε να μου μουρμουράει “Ψηλά το πηγουνάκι”.
Γιατί εκείνη την ώρα, ο καθένας, πήρε μια θέση. Άλλος στην πλάτη μου κι
άλλος μπροστά μου. Και κάποιος, δέκα βήματα μπροστά να ετοιμάζει το
αύριο που ξέρει πως έρχεται.
Μα στο απουσιολόγιό, δεν υπήρξε ούτε ένα όνομα..
Πέρασαν μέρες που δεν έβγαιναν οι λέξεις.
Πέρασαν μέρες που η σιωπή ήταν το φάρμακό μου.
Πέρασαν μέρες που απουσίαζα μετρώντας το χρόνο που πέρασε.
Κι ο χρόνος που πέρασε, τα χρόνια που πέρασαν, τα μέτρησα σε ανθρώπους
και στιγμές.. σε αγκαλιές και γέλια. Σε δάκρυα και απώλειες. Σε λύπες
και απογοητεύσεις.
Μα πάνω από όλα.. τα μέτρησα με τους ανθρώπους μου!
41 λοιπόν λένε οι αριθμοί.. ανθρώπους λέει η ψυχή!
Προχωράμε..
Της Σοφίας ΠαπαηλιάδουΠηγή : loveletters.gr