Σήκωσα το βλέμμα και την είδα να κοιτάζει τον ουρανό.
https://to-synoro.blogspot.com/2020/03/oneiro.html?m=0
«Εγώ δεν περιμένω τίποτα από τη ζωή μου, τίποτα!», είπε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Με μια αυθόρμητη βεβαιότητα, που αποκάλυπτε το πόσο σίγουρη ήταν για τη κουβέντα της. Με βρήκε απροετοίμαστη η δήλωσή της.
Η γουλιά του καφέ μου έγινε κόμπος στον λαιμό και έχασα τα λόγια μου. Την κοίταξα στα μάτια, φανερά ξαφνιασμένη. «Είναι σκληρό αυτό που λες», είπα σιγανά, σα να φοβόμουν μην την τρομάξουν οι λέξεις μου και έχοντας καρφωμένα τα μάτια μου μέσα στα δικά της.
«Καθόλου σκληρό δεν είναι», επέμεινε. «Δεν περιμένω τίποτα από ζωή μου. Και το έχω αποδεχτεί. Νιώθω καλά μ’ αυτό. Να είμαι μόνο γερή να μπορώ να στηρίζω το παιδί μου».
Προσπάθησα να αρθρώσω κάποιο επιχείρημα για να λυγίσω αυτήν τη σιγουριά της. Να αναστήσω για λίγο έστω τη θαμμένη της ελπίδα. Αλλά συνειδητοποίησα ότι είναι φορές στη ζωή μας που τα λόγια ακούγονται τόσο τετριμμένα. Γίνονται γραφικά λόγια της παρηγοριάς, που ειπώνονται απλά για να ειπωθεί κάτι. Και οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από μια ανατροπή που θα κλονίσει την πανοπλία που έχουν φορέσει στην καρδιά τους.
Θυμήθηκα τα λόγια της Αλκυόνης, που έλεγε ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν ποτέ να απλώσουν τα ρούχα τους στον ήλιο, πάντα βρεγμένα τα φορούν, γιατί ποτέ κανείς δεν τους χάρισε έναν ήλιο, έναν ολόδικό τους ήλιο.
Ήθελα τόσο πολύ να την αγκαλιάω και να βρω έναν ήλιο να της τον καρφιτσώσω στο βλέμμα της.
Έμεινα στη θέση μου. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και άρχισαν να ανακατεύω μηχανικά τον καφέ μου με τα καλαμάκι. «Εγώ πιστεύω ακόμα στο όνειρο», ψιθύρισα χωρίς να την κοιτάξω, νιώθοντας ντροπή για τη μικρή ακτίνα, που κρατούσα κρυμμένη στο τσεπάκι της ψυχής μου. Σήκωσα το βλέμμα και την είδα να κοιτάζει τον ουρανό. Ίσως να αναζητούσε τον δικό της ήλιο… ίσως να αναζητούσε μια μικρή ηλιαχτίδα για να γαντζωθεί πάνω της…
Της Γεωργίας Ανδριώτου.
Πηγή : anapnoes.gr
Η γουλιά του καφέ μου έγινε κόμπος στον λαιμό και έχασα τα λόγια μου. Την κοίταξα στα μάτια, φανερά ξαφνιασμένη. «Είναι σκληρό αυτό που λες», είπα σιγανά, σα να φοβόμουν μην την τρομάξουν οι λέξεις μου και έχοντας καρφωμένα τα μάτια μου μέσα στα δικά της.
«Καθόλου σκληρό δεν είναι», επέμεινε. «Δεν περιμένω τίποτα από ζωή μου. Και το έχω αποδεχτεί. Νιώθω καλά μ’ αυτό. Να είμαι μόνο γερή να μπορώ να στηρίζω το παιδί μου».
Προσπάθησα να αρθρώσω κάποιο επιχείρημα για να λυγίσω αυτήν τη σιγουριά της. Να αναστήσω για λίγο έστω τη θαμμένη της ελπίδα. Αλλά συνειδητοποίησα ότι είναι φορές στη ζωή μας που τα λόγια ακούγονται τόσο τετριμμένα. Γίνονται γραφικά λόγια της παρηγοριάς, που ειπώνονται απλά για να ειπωθεί κάτι. Και οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από μια ανατροπή που θα κλονίσει την πανοπλία που έχουν φορέσει στην καρδιά τους.
Θυμήθηκα τα λόγια της Αλκυόνης, που έλεγε ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν ποτέ να απλώσουν τα ρούχα τους στον ήλιο, πάντα βρεγμένα τα φορούν, γιατί ποτέ κανείς δεν τους χάρισε έναν ήλιο, έναν ολόδικό τους ήλιο.
Ήθελα τόσο πολύ να την αγκαλιάω και να βρω έναν ήλιο να της τον καρφιτσώσω στο βλέμμα της.
Έμεινα στη θέση μου. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και άρχισαν να ανακατεύω μηχανικά τον καφέ μου με τα καλαμάκι. «Εγώ πιστεύω ακόμα στο όνειρο», ψιθύρισα χωρίς να την κοιτάξω, νιώθοντας ντροπή για τη μικρή ακτίνα, που κρατούσα κρυμμένη στο τσεπάκι της ψυχής μου. Σήκωσα το βλέμμα και την είδα να κοιτάζει τον ουρανό. Ίσως να αναζητούσε τον δικό της ήλιο… ίσως να αναζητούσε μια μικρή ηλιαχτίδα για να γαντζωθεί πάνω της…
Της Γεωργίας Ανδριώτου.
Πηγή : anapnoes.gr