“Όταν θα γίνεις μάνα, θα καταλάβεις”
Δεν μ’ αγαπάς. Ποτέ δεν με αγάπησες. Μάλλον με αντιπαθείς. Αναρωτιέμαι γιατί. «Όταν θα γίνεις μάνα θα καταλάβεις». Έγινα μάνα. Τρις. Δεν...
https://to-synoro.blogspot.com/2020/01/mana.html?m=0
Δεν μ’ αγαπάς. Ποτέ δεν με αγάπησες. Μάλλον με αντιπαθείς. Αναρωτιέμαι γιατί. «Όταν θα γίνεις μάνα θα καταλάβεις». Έγινα μάνα. Τρις. Δεν κατάλαβα. Δεν θέλω να καταλάβω τι είναι αυτό που κάνει μια μητέρα να αγαπάει το παιδί της όταν, αν και εφόσον της μοιάζει.
Δεν σου μοιάζω. Παρά τις προσπάθειές σου. Έκανες όσα νόμιζες ή όσα έπρεπε να κάνεις για να γίνω ίδια με σένα. Να νοιάζομαι για τα λεφτά, για την κοινωνική θέση, για τα ρούχα και τα στολίδια, για τα τούβλα και τα επιχρίσματα στους τοίχους. «Άλλο; Υπάρχει κάτι άλλο;» σε ρωτούσα πάντα κι έψαχνα εκείνο το άλλο κάτω από την φθαρτή επιφάνεια που θα με έκανε να κατανοήσω την ουσία των πραγμάτων. Εσύ κούναγες το κεφάλι και απορούσες με τις εμπνεύσεις μου.
Κι εγώ απορώ μαζί σου. Χρόνια τώρα. Γιατί θα έπρεπε να μοιάζω σε σένα ή τον πατέρα μου; Δεν αρκεί το γενετικό υλικό για να γίνω κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν σου. Ούτε καν το κοινό κοινωνικό υπόβαθρο. Ούτε καν οι κοινές αναμνήσεις. Ούτε καν τα ίδια βιώματα. Ούτε καν η εστία γύρω από την οποία μαζευόμαστε για να προστατευτούμε από το κρύο. Μάταια. Πώς να προστατευτείς από τον εχθρό όταν το φρούριό σου είναι κακοστημένο σκηνικό για τα μάτια του κόσμου;
Ποτέ δεν κατάφερα να γίνω η καλή σου κόρη. Το μαύρο πρόβατο ήμουν πάντα. Εκείνο το παιδί που δεν μπορούσατε να καταλάβετε. «Όταν θα γίνεις μάνα θα καταλάβεις» τραγάνιζες τις λέξεις σχεδόν με μίσος, τις πηγαινόφερνες από τα μπροστινά δόντια στα πίσω και πάλι από την αρχή χρησιμοποιώντας σαν γέφυρα τη γλώσσα σου.
«Όταν θα γίνεις μάνα, θα καταλάβεις», μουρμούριζες και ξεσκόνιζες με λύσσα το σκρίνιο και τον καθρέφτη με τα σκαλίσματα που σου κληροδότησε η δική σου μάνα. Κρατιόσουν από το γυαλισμένο ξύλο αναπολώντας τα περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα να κλαις και με κοιτούσες με κείνο το παλιό βλέμμα που τόσο ήθελα να δω να χύνεται στο πάτωμα και να γεμίζει καινούρια σκόνη μπας και σβηστεί.
«Όταν θα γίνεις μάνα, θα καταλάβεις» μαγείρευες και μουρμούριζες, περπατούσες και κοιτούσες τον ουρανό «σε τίποτα δεν μου έχει μοιάσει αυτό το παιδί…» Κοιτούσες την κοιλιά σου και αναρωτιόσουν, είμαι σίγουρη ότι αναρωτιόσουν μήπως έγινε κάποιο λάθος, μήπως σου άλλαξαν το μωρό εκείνο το βράδυ στο μαιευτήριο γιατί δεν μπορεί, πώς εσύ γέννησες αυτό το πλάσμα που δεν σου μοιάζει, καθόλου δεν σου μοιάζει.
Η αποτυχία σου να είσαι μάνα έγινε η ανικανότητά μου να είμαι συμβατή προς εσένα κόρη, οι δικές σου προσκολλήσεις έγιναν οι δικές μου μανίες καταδίωξης. Να φύγω, να φύγω, να φύγω…
Χρόνια φεύγω. Τρέχω πανικόβλητη, προσπαθώντας να αποτινάξω τα σκονισμένα σου σκουτιά, να στραγγίσω το ίδιο μου το αίμα για να απομακρύνω όσα έριξες μέσα στις φλέβες μου με κείνα τα μάτια-βελόνες.
«Όταν θα γίνεις μάνα, θα καταλάβεις». Κατάλαβα. Δεν έχουν όλοι την ικανότητα να είναι γονείς. Δεν αγαπάς από υποχρέωση ή από σωματική ανάγκη. Δεν λατρεύεις επειδή έτσι σου έμαθαν. Δεν θυσιάζεις επειδή αυτό είναι το σωστό.
Δεν κοιτάς τα καινούρια μάτια με τα δικά σου παλιά μάτια, σχεδόν μισώντας τα διότι είναι τόσο φρέσκα. Σκύβεις στο μεγαλείο του καινούριου ευγνωμονώντας το σύμπαν που σου έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχεις σε αυτό το πανηγύρι της ζωής.
Χωρίς να περιμένεις να σου δώσουν παράσημα, χωρίς να κυνηγάς ευχαριστίες, χωρίς να πνίγεις την ύπαρξη που της έδωσες ζωή με τις δικές σου επιθυμίες που ποτέ δεν έγιναν πραγματικότητα. Δεν ζω μέσα από τα παιδιά μου, δεν ζω για τα παιδιά μου, ζω μαζί με τα παιδιά μου μαθαίνοντάς τα να διεκδικούν τη ζωή και την ευτυχία τους. Την δική τους ευζωία. Την δική τους… Είδες μάνα; Εγώ κατάλαβα τελικά… Εσύ;