"Το νησί των ιδανικών Ιουλίων", Χάρης Ιωσήφ, Σαιξπηρικόν 2019
Το νησί των ιδανικών Ιουλίων Μέσα ἀπὸ φῶς θολὸ ἀπὸ τὶς ἐξατμίσεις μνήμης μιᾶς ἀρχαῖας θάλασσας ἀναδύεσαι ὁ ἀέρας καρπίζει τὰ ὑγρὰ σο...
https://to-synoro.blogspot.com/2019/05/poiisi.html
Το νησί των ιδανικών Ιουλίων
Μέσα ἀπὸ φῶς θολὸ ἀπὸ τὶς ἐξατμίσεις
μνήμης μιᾶς ἀρχαῖας θάλασσας ἀναδύεσαι
ὁ ἀέρας καρπίζει τὰ ὑγρὰ σου χώματα
κι ἀνεμίζει ψηλὰ τὰ μαβιὰ βασιλέματα
μὲ κατάρτι ρομφαῖα πολιούχου ἁγίου
Γενιέσαι ἀπὸ βαθὺ καταδυτικὸ γαλάζιο
ἀπὸ τὴν προσχώρηση τῶν τεκτονικῶν πλακῶν
στὴ συνομωσία τῶν ἀπόκρημνων βράχων σου
πλαγιὲς μὲ χάλκινους ἀναβαθμοὺς ξερολιθιᾶς
συγκρατοῦν τοὺς ἀτμοὺς τῶν ἀγέννητων σύννεφων
Μελίσσια τῶν ἐλαιώνων τρυγοῦν τὸ ἁλάτι
ποὺ ἀφρίζει ἡ θάλασσα στὶς βορινὲς ἀκτές
τὰ θυμάρια λικνίζονται στοὺς πλάγιους ἤχους
τῶν νεκρικῶν ἑσπερινῶν στὸ κοιμητήριο
κρυμμένα μονοπάτια ὁδηγοῦν τὰ βήματα
Οὐρὰ φώκιας γνέφει στίλβουσα πρὸς τὰ κύματα
ἑνός γυαλοῦ ποὺ ἀσημίζει στὸ σεληνόφως
οἱ γκρεμοὶ ὑποδύονται σκοτεινὲς ἀβύσσους
οἱ κοιλάδες κοιμίζουν τὴν παύση τῶν τζιτζικιῶν
πυρώνει ἀκόμα ἡ πέτρα τῶν ἐρειπίων
Οἱ σπηλιὲς ποὺ ἀφήνουν τὸ νερὸ στὰ σπλάχνα τους
γλείφοντας νὰ σμιλεύει τοῦς θόλους τῆς ἔκστασης
τραβοῦν τὸ βλέμμα αἰωρούμενων κολυμβητῶν
ποὺ ἀνοίγουν στόματα στὶς βρόχινες σταγόνες
σταλαγμίτες τῆς διύλισης τῶν κωνοφόρων
Τὰ μεσημέρια σου οἱ σκιὲς ποὺ ζεσταίνονται
μένουν πίσω ἀπὸ πόρτες ἀνέγγιχτων ρόπτρων
τρυπώνουν κάτω ἀπὸ τὶς ρημαγμένες σκάλες
στὶς κασέλες μὲ διπλωμένα ροῦχα ἀπόντων
πίνουν ἀπὸ τὸ σκοτεινό νερὸ τῶν πηγαδιῶν […]
Έκφραση Ι
Ἀνέκφραστη μαντήλα καὶ δίπλες ὑφάσματος στὸ στόμα
Σέρνοντας ἕνα παιδὶ στὰ ζερβὰ τοῦ χωμάτινου δρόμου
Ἡ βιάση της ποτὲ δὲν φανερώθηκε σὲ μᾶς τυχαῖα
Ἄς ἔμεναν οἱ ψυχές μας σκονισμένες δίπλα στὴ στράτα
Δὲν πείραζε ἐμᾶς τοὺς ἀμέτοχους παρόντες τῆς πόλης
Οἱ σκιές μᾶς κοιτοῦν ἀπὸ παντοὺ ἔξω ἀπὸ ἑτούτα τά
Παλαιότατα τείχη μὲ διακοπὲς κονιαμάτων
Ἀρχαῖα λάσπη καὶ τούβλα σηκώνουν τὸ βάρος τῆς πέτρας
Οἱ θόλοι τῶν ματιῶν μας αντανακλοῦν συνδέσεις ἠπείρων
Ποὺ κάποτε χωρίστηκαν ἀπὸ δίνες κυμματισμῶν
Οἱ φαροφύλακες δὲν ἐργάζονται παρὰ μόνο νύχτα
Τὸ φῶς τῶν ἄστρων γεμίζει τὴ δική τους ἀσυνέχεια
Τυφλωμένοι ἀπέναντι σὲ θωρακισμένους προβολεῖς
Ἄβουλοι ἐμεῖς ἀπέναντι στὴ βούληση λεγεώνων
Έκφραση ΙΙ
Οἱ γλάροι τῆς πόλης πετοῦν ἀνάμεσα σὲ κτίρια
Μόνιμα ἀγκυροβολημένα σὲ γωνίες δρόμων
Διατηρώντας τὴ γκρίζα πατίνα στὸ κάτω μέρος
Τῶν φτερῶν ἀπὸ τοὺς ρεμβασμοὺς στὰ κατάρτια τῶν σκεπῶν
Μάταια ἀποτινάσσοντάς την μ’ ἔξαφνο πέταγμα
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ κοιτοῦν τοὺς γλάρους δὲν θυμοῦνται ποτέ
Ὅτι πίσω ἀπὸ τὴν ἱπτάμενη ἀνωνυμία
Τῶν λευκῶν σωμάτων κρύβεται ἡ ἐλευθερία τους
Ἡ ἀθωότητα ἑνὸς ἀσυναίσθητου βλέμματος
Ἀκολουθώντας τροχιὰ ὑπογράμμισης τῶν σκέψεων
Ἡ ὅραση ρουφάει πρόσωπα σιωπηλῶν ἀγνώστων
Τοῦ φωτεινοῦ φάσματος πλέκει τὴν ἀληθοφάνεια
Μὲ ἀπίθανες βιογραφίες συνωστιζόμενου
Πλήθους στοῦ Βόσπορου τὶς διηπειρωτικὲς γέφυρες
Έκφραση ΙΙΙ
Λιμάνια νυχτερινῶν ἀναχωρήσεων μαῦρα νερά
Φωτεινοὶ κυματισμοὶ χρωμάτων μονοπάτια τῆς μνήμης
Πλόες ἱστιοφόρων πλανοῦν τὸ βλέμμα στοὺς ὁρίζοντες
Ὅπως οἱ χάντρες στὸ νῆμα τοῦ ὡραίου περιδέραιου
Ποὺ κρέμεται στὴν αἴθρια θύμηση κυματιστοῦ στέρνου
Γδυμένη ἀπὸ ἕνα ἀνώνυμο ὕφασμα ἐφήμερου
Κρεβατιοῦ μὲ ρῶγες λατρευτικὲς ἡμισέληνους θόλων
Συλημένων ναῶν χέρια πολυπλόκαμοι μιναρέδες
Ἀφημένα στὴν αὗρα ἤχων πλάγιων τὶς μικρὲς ὧρες
Ὅταν ἀνασηκώνεις κορμὸ ἀγωνίας τοῦ ὀνείρου
Τὸ βουβό σου στόμα κληρονομιὰ ἀρχαίας τρικυμίας
Τὰ φρύδια σου ἀνεμοδούρια περασμένων ἀνέμων
Τὰ μαλλιά σου ἀχυρῶνας ποὺ κρέμεται στὴν ἄκρη γκρεμοῦ
Ὕστερα ἀπὸ τὸν καταποντισμὸ τοῦ πόρου τῶν βοῶν
Μαργαρίτας Παπαγεωργίου.
Πηγή :strophess.blogspot.com
Μέσα ἀπὸ φῶς θολὸ ἀπὸ τὶς ἐξατμίσεις
μνήμης μιᾶς ἀρχαῖας θάλασσας ἀναδύεσαι
ὁ ἀέρας καρπίζει τὰ ὑγρὰ σου χώματα
κι ἀνεμίζει ψηλὰ τὰ μαβιὰ βασιλέματα
μὲ κατάρτι ρομφαῖα πολιούχου ἁγίου
Γενιέσαι ἀπὸ βαθὺ καταδυτικὸ γαλάζιο
ἀπὸ τὴν προσχώρηση τῶν τεκτονικῶν πλακῶν
στὴ συνομωσία τῶν ἀπόκρημνων βράχων σου
πλαγιὲς μὲ χάλκινους ἀναβαθμοὺς ξερολιθιᾶς
συγκρατοῦν τοὺς ἀτμοὺς τῶν ἀγέννητων σύννεφων
Μελίσσια τῶν ἐλαιώνων τρυγοῦν τὸ ἁλάτι
ποὺ ἀφρίζει ἡ θάλασσα στὶς βορινὲς ἀκτές
τὰ θυμάρια λικνίζονται στοὺς πλάγιους ἤχους
τῶν νεκρικῶν ἑσπερινῶν στὸ κοιμητήριο
κρυμμένα μονοπάτια ὁδηγοῦν τὰ βήματα
Οὐρὰ φώκιας γνέφει στίλβουσα πρὸς τὰ κύματα
ἑνός γυαλοῦ ποὺ ἀσημίζει στὸ σεληνόφως
οἱ γκρεμοὶ ὑποδύονται σκοτεινὲς ἀβύσσους
οἱ κοιλάδες κοιμίζουν τὴν παύση τῶν τζιτζικιῶν
πυρώνει ἀκόμα ἡ πέτρα τῶν ἐρειπίων
Οἱ σπηλιὲς ποὺ ἀφήνουν τὸ νερὸ στὰ σπλάχνα τους
γλείφοντας νὰ σμιλεύει τοῦς θόλους τῆς ἔκστασης
τραβοῦν τὸ βλέμμα αἰωρούμενων κολυμβητῶν
ποὺ ἀνοίγουν στόματα στὶς βρόχινες σταγόνες
σταλαγμίτες τῆς διύλισης τῶν κωνοφόρων
Τὰ μεσημέρια σου οἱ σκιὲς ποὺ ζεσταίνονται
μένουν πίσω ἀπὸ πόρτες ἀνέγγιχτων ρόπτρων
τρυπώνουν κάτω ἀπὸ τὶς ρημαγμένες σκάλες
στὶς κασέλες μὲ διπλωμένα ροῦχα ἀπόντων
πίνουν ἀπὸ τὸ σκοτεινό νερὸ τῶν πηγαδιῶν […]
Έκφραση Ι
Ἀνέκφραστη μαντήλα καὶ δίπλες ὑφάσματος στὸ στόμα
Σέρνοντας ἕνα παιδὶ στὰ ζερβὰ τοῦ χωμάτινου δρόμου
Ἡ βιάση της ποτὲ δὲν φανερώθηκε σὲ μᾶς τυχαῖα
Ἄς ἔμεναν οἱ ψυχές μας σκονισμένες δίπλα στὴ στράτα
Δὲν πείραζε ἐμᾶς τοὺς ἀμέτοχους παρόντες τῆς πόλης
Οἱ σκιές μᾶς κοιτοῦν ἀπὸ παντοὺ ἔξω ἀπὸ ἑτούτα τά
Παλαιότατα τείχη μὲ διακοπὲς κονιαμάτων
Ἀρχαῖα λάσπη καὶ τούβλα σηκώνουν τὸ βάρος τῆς πέτρας
Οἱ θόλοι τῶν ματιῶν μας αντανακλοῦν συνδέσεις ἠπείρων
Ποὺ κάποτε χωρίστηκαν ἀπὸ δίνες κυμματισμῶν
Οἱ φαροφύλακες δὲν ἐργάζονται παρὰ μόνο νύχτα
Τὸ φῶς τῶν ἄστρων γεμίζει τὴ δική τους ἀσυνέχεια
Τυφλωμένοι ἀπέναντι σὲ θωρακισμένους προβολεῖς
Ἄβουλοι ἐμεῖς ἀπέναντι στὴ βούληση λεγεώνων
Έκφραση ΙΙ
Οἱ γλάροι τῆς πόλης πετοῦν ἀνάμεσα σὲ κτίρια
Μόνιμα ἀγκυροβολημένα σὲ γωνίες δρόμων
Διατηρώντας τὴ γκρίζα πατίνα στὸ κάτω μέρος
Τῶν φτερῶν ἀπὸ τοὺς ρεμβασμοὺς στὰ κατάρτια τῶν σκεπῶν
Μάταια ἀποτινάσσοντάς την μ’ ἔξαφνο πέταγμα
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ κοιτοῦν τοὺς γλάρους δὲν θυμοῦνται ποτέ
Ὅτι πίσω ἀπὸ τὴν ἱπτάμενη ἀνωνυμία
Τῶν λευκῶν σωμάτων κρύβεται ἡ ἐλευθερία τους
Ἡ ἀθωότητα ἑνὸς ἀσυναίσθητου βλέμματος
Ἀκολουθώντας τροχιὰ ὑπογράμμισης τῶν σκέψεων
Ἡ ὅραση ρουφάει πρόσωπα σιωπηλῶν ἀγνώστων
Τοῦ φωτεινοῦ φάσματος πλέκει τὴν ἀληθοφάνεια
Μὲ ἀπίθανες βιογραφίες συνωστιζόμενου
Πλήθους στοῦ Βόσπορου τὶς διηπειρωτικὲς γέφυρες
Έκφραση ΙΙΙ
Λιμάνια νυχτερινῶν ἀναχωρήσεων μαῦρα νερά
Φωτεινοὶ κυματισμοὶ χρωμάτων μονοπάτια τῆς μνήμης
Πλόες ἱστιοφόρων πλανοῦν τὸ βλέμμα στοὺς ὁρίζοντες
Ὅπως οἱ χάντρες στὸ νῆμα τοῦ ὡραίου περιδέραιου
Ποὺ κρέμεται στὴν αἴθρια θύμηση κυματιστοῦ στέρνου
Γδυμένη ἀπὸ ἕνα ἀνώνυμο ὕφασμα ἐφήμερου
Κρεβατιοῦ μὲ ρῶγες λατρευτικὲς ἡμισέληνους θόλων
Συλημένων ναῶν χέρια πολυπλόκαμοι μιναρέδες
Ἀφημένα στὴν αὗρα ἤχων πλάγιων τὶς μικρὲς ὧρες
Ὅταν ἀνασηκώνεις κορμὸ ἀγωνίας τοῦ ὀνείρου
Τὸ βουβό σου στόμα κληρονομιὰ ἀρχαίας τρικυμίας
Τὰ φρύδια σου ἀνεμοδούρια περασμένων ἀνέμων
Τὰ μαλλιά σου ἀχυρῶνας ποὺ κρέμεται στὴν ἄκρη γκρεμοῦ
Ὕστερα ἀπὸ τὸν καταποντισμὸ τοῦ πόρου τῶν βοῶν
Μαργαρίτας Παπαγεωργίου.
Πηγή :strophess.blogspot.com