Ήρθες και με βοήθησες να βρω το δρόμο, που είχα χάσει από καιρό
Βρίσκομαι σε ένα μικρό ξύλινο βαρκάκι. Από αυτά με τα κουπιά, που τα βλέπεις και νομίζεις ότι στο επόμενο μισό μέτρο θα βουλιάξουν. Κακο...
https://to-synoro.blogspot.com/2018/11/sxeseis_10.html
Βρίσκομαι σε ένα μικρό ξύλινο βαρκάκι. Από αυτά με τα κουπιά, που τα βλέπεις και νομίζεις ότι στο επόμενο μισό μέτρο θα βουλιάξουν. Κακοσυντηρημένο και ταλαιπωρημένο από την θάλασσα και την πολυκαιρία. Στα χέρια τα κουπιά και πρόσω ολοταχώς στο ανοιχτό πέλαγο. Φόβος κανένας. Αισιοδοξία και χαμόγελο ήταν η συντροφιά μου σε τούτο το ταξίδι.
Στην αρχή όλα κυλούσαν ομαλά, είχα πρίμα τον καιρό και τη θάλασσα με το μέρος μου. Ήρεμα κυματάκια ταρακουνούσαν ελαφρά το μικρό σαραβαλάκι μου και εγώ ευτυχισμένη έπλεα στο απέραντο γαλάζιο. Μα η μπουνάτσα δεν κρατάει για πολύ.
Ξαφνικά πελώρια κύματα σηκώθηκαν μπροστά μου και απειλούσαν το μικρό μου βαρκάκι. Τα κουπιά μου αποτελούσαν ελάχιστη βοήθεια στην φουρτούνα της θάλασσας. Τα κύματα χτυπούσαν με μανία το ξύλινο σαραβαλάκι που λίγο ήθελε να αρχίσει να υποχωρεί στο έλεος τους. Με πήγαιναν και με έφερναν. Με χτυπούσαν και με στροβίλιζαν σε μία δίνη άνευ προηγουμένου. Είχα αρχίσει να απελπίζομαι. Το οξυγόνο μου μειωνόταν από την αγωνία και τον φόβο, τα μάτια μου θόλωναν από την αλμύρα του νερού και των δακρύων μου που τώρα γίνονταν ένα και απειλούσαν να με πνίξουν.
Το χαμόγελο έσβηνε σιγά σιγά από τα χείλη μου και η αισιοδοξία κάπου χάθηκε μαζί με το ένα μου κουπί. Σε μία κίνηση απελπισίας να βρω το άλλο κουπί, το βλέμμα μου έπεσε στα βράχια που απειλητικά με πλησίαζαν. Πανικός και άγχος με κυρίευσαν και έψαχνα απεγνωσμένα λύση σε όλο αυτό.
Και από το πουθενά, μέσα στο μαύρο σκοτάδι, ένα φως. Ένα φως πολύ δυνατό, εκτυφλωτικό. Ένα φως που έπεφτε κατευθείαν πάνω μου. Ένας φάρος, στη μέση του πουθενά, στη μέση του απέραντου μαύρου, μία λεπτή δέσμη φωτός αποτελούσε τη σωτηρία μου. Με τα χέρια μου για κουπιά έστρεψα την πλώρη του μικρού μου σαράβαλου προς την πηγή φωτός. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει, με ότι αποθέματα αισιοδοξίας και κουράγιου ξεκίνησα να κωπηλατώ προς το λευκό αυτό φως που μέσα στο βράδυ με καλούσε να πάω κοντά του.
Δεν ξέρω πως, δεν ξέρω γιατί, κατάφερα όμως και έφτασα στη μικρή βραχονησίδα που φιλοξενούσε πάνω της την σανίδα σωτηρίας μου. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Η επόμενη εικόνα που αντίκρισα ήσουν εσύ.
Εσύ, που άπλωσες το χέρι σου και με τράβηξες λίγο πριν χτυπήσω στα βράχια και το σαραβαλάκι μου γίνει μια και καλή κομμάτια. Εσύ, που έριξες φως στο μαύρο μου και με βοήθησες να βρω τον δρόμο μου, έναν δρόμο που είχα χάσει από καιρό.
Εσύ, που έγινες ο φάρος μου την νύχτα της τρικυμίας μου!
Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Πηγή : loveletters.gr