Εκείνοι οι έκπτωτοι άγγελοι, που ακόμα ψάχνουν την αγάπη..
Εχείς φωτιά;» «Αμέ! Έχεις τσιγάρο;» «Είναι το τελευταίο μου, αλλά μπορούμε να το μοιραστούμε» . Πλατεία Ομόνοιας, Αθήνα. Κάπου σ...
https://to-synoro.blogspot.com/2018/08/aggeloi.html
Εχείς φωτιά;»
«Αμέ! Έχεις τσιγάρο;»
«Είναι το τελευταίο μου, αλλά μπορούμε να το μοιραστούμε».
Πλατεία Ομόνοιας, Αθήνα. Κάπου στο 2002. Περαστικός απ’ έξω, στο δρόμο μου για ένα μπαράκι εκεί κοντά. Δεν θυμάμαι πως το λέγανε. Εκείνο που θυμάμαι είναι τις νυχτόβιες φιγούρες που είχαν βρει κοινωνικό άσυλο στην Πλατεία. Όλες τους θλιμμένες, με βαρετά, κόκκινα μάτια.
Περπατάω αργά, σκοπίμως. Θέλω να παρατηρήσω τα κόκκινα μάτια, να δω πως κοιτάζουν. Συναντάω με τα δικά μου δυο ή τρία ζευγάρια από αυτά. Βλέπω λύπη μέσα στο βλέμμα, το είδος που προκαλεί η απόρριψη. Έκπτωτοι άγγελοι, ξεχασμένα παιδιά ενός Θεού που θέλει να βοηθήσει αλλά δεν βρίσκει τρόπο.
Πλησιάζω έναν νεαρό μισοχωμένο σε ένα χακί sleeping bag.
«Όλα καλά, αδερφέ;», τον ρωτάω, έχοντας πλήρη επίγνωση πως τίποτα δεν είναι καλά.
«Προσπαθώ να κρατηθώ», μου λέει.
«Να κρατηθείς;»
«Ναι. Στη ζωή. Τώρα πόσο θα με αφήσει η βελόνα, μόνο αυτή το ξέρει».
Βουρκώνω. Δεν θα είναι μεγαλύτερος από 25. 4 χρόνια διαφορά με μένα, κι όμως δείχνει να έχουμε πάνω από εικοσαετία μεταξύ μας. Είναι εξαντλημένος και χλωμός. Δείχνει να κρυώνει. Κάνω να βγάλω λεφτά από την τσέπη μου, να τον βοηθήσω όπως μπορώ. Μου πιάνει το χέρι κάπως βίαια. Με σταματάει.
«Σου είπα, θέλω να ζήσω».
Κατάλαβα τότε.
«Να πάω να σου φέρω φαγητό και κάνα χυμό. Τι προτιμάς;»
«Ένα κρουασάν αδερφέ. Έχει εδώ στο περίπτερο απέναντι κάτι με σοκολάτα. Και λίγο νερό.»
Πάω τρέχοντας. Επιστρέφω με τέσσερα κρουασάν και δυο μεγάλες μπουκάλες νερό, μέσα σε μια νάιλον σακούλα. Του τα δίνω και με ευχαριστεί.
«ι»Από Κύπρο είσαι;», με ρωτάει ενώ ανοίγει το πρώτο.«Από Κύπρο, να, του απαντάω.
«Πήγα μικρός, γύρω στα 5 μου. Με πήραν οι γονείς μου. Την λάτρεψα. Μακάρι να μπορούσα να ξαναπάω, να γλιτώσω από αυτό το λούκι. Δεν λέει όμως.»
Κάθισα μια ώρα μαζί του. Μου μίλησε για τους γονείς του, που σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό όταν εκείνος ήταν 12. Μου είπε για τη θεία του, που ανέλαβε την κηδεμονία του και τον κακοποιούσε, που το έσκασε από το σπίτι, που κοιμόταν κάτω από γέφυρες και που έψαχνε στα σκουπίδια για να βρει καμιά μισοτελειωμένη σοκολάτα. Μου διηγήθηκε την πρώτη φορά που έκανε ηρωίνη, το πως ένιωσε πως είχε επιστρέψει στη γλυκιά θαλπωρή της αγκαλιάς της μανούλας του.
«Γιατί κλαις», με ρώτησε με αυθεντικό ενδιαφέρον, λες και ήταν ο αδερφός μου που μου απεύθυνε την ερώτηση.
«Κλαίω γιατί θέλω να σε βοηθήσω αλλά δεν ξέρω πως», του απάντησα.
«Έχεις κάνει αρκετά», αποκρίθηκε. «Μου έφερες φαΐ. Έκατσες μαζί μου. Μου έδωσες αγάπη»
«Μα πρέπει να κάνω παραπάνω. Πως μπορώ;»
«Να πας στο καλό και να έχεις πάντα τέτοια αγάπη στην καρδιά σου. Ζήσω ή πεθάνω, εγώ θα βρίσκομαι πάντα μέσα στην τελευταία, να σου θυμίζω το καλό που έκανες σήμερα».
Έκλαψα κι άλλο, έπειτα τον αγκάλιασα. Ένιωσα ένα κύμα ευγνωμοσύνης να με κατακλύζει. Τον καληνύχτησα κι έφυγα. Γύρισα πίσω μια τελευταία φορά μετά από κάποια βήματα και τον είδα να κουκουλώνεται μέσα στον υπνόσακο του. Μετά συνέχισα τον δρόμο μου. Δεν πήγα στο μπαράκι τελικά. Δεν θυμάμαι πως το έλεγαν, ούτε και με νοιάζει. Πήρα καφέ και πήγα στη Βικτόρια. Ήθελα να πιάσω τις σκέψεις μου. Έτρεχαν πολύ, το ίδιο και τα αισθήματα μου. Έμεινα ώσπου να χαράξει. Κάποιες μέρες μετά πήγα Κύπρο, και πήρα μαζί μου και το αγόρι της Ομόνοιας που τόσο πολύ ήθελε να έρθει. 16 χρόνια μετά, το έχω ακόμη μέσα μου εκείνο το αγόρι, μόνιμο κάτοικο στην καρδιά μου. Τα λόγια που ανταλλάξαμε εκείνο το βράδυ είναι τόσο ζωντανά λες και ήταν ψες που καθίσαμε μαζί σε μια παγωμένη Αθήνα, κοντά σε ένα γκρίζο γρασίδι, παρέα με ένα τσούρμο απόκληρους της κοινωνίας.
«Να έχεις πάντα τέτοια αγάπη στην καρδιά σου…»
Γράφει: Σπύρος Γιασεμίδης.
Pηγή : loveletters.gr