Άργησα, αλλά σε αγάπησα εαυτέ μου..
Ποιος σου είπε, γλυκιά μου, πως κάθε φορά που αποφασίζεις να διαλύεις τον εαυτό σου, θα υπάρχει ένα χέρι να σε στηρίξει; Ποιος σου είπε...
https://to-synoro.blogspot.com/2018/07/xeri.html?m=0
Ποιος σου είπε, γλυκιά μου, πως κάθε φορά που αποφασίζεις να διαλύεις τον εαυτό σου, θα υπάρχει ένα χέρι να σε στηρίξει; Ποιος σου είπε πως όλα σου τα λάθη θα περνάνε – έτσι- χωρίς γονάτισμα, χωρίς πόνο; Ποιος σου είπε πως οι ηλίθιες επιλογές σου, δεν θα έχουν τίμημα, δεν θα πληρωθούν ποτέ;
Όχι γλυκιά μου !! Πέσε κάτω στα πατώματα, χτυπήσου, φώναξε, μετάνιωσε !!! Μάζεψε τα κομματάκια σου, για τα οποία ΤΩΡΑ ευθύνεσαι εσύ και προσπάθησε να τα κολλήσεις ένα ένα, για να καταλάβεις πόσο ακριβά πληρώνονται οι μαγκιές. Σύρσου, τιμώρησε τον εαυτούλη σου, πόνεσε λίγο ακόμα…κι άλλο λίγο, να νιώσεις σοβαρά πως οι μαλακίες πληρώνονται σ’αυτή τη ζωή κι εσύ έκανες απίστευτα αυτοκαταστροφικές κινήσεις.
Στο τσακ τα σωσες, γλυκιά μου !!! Την αξιοπρέπεια σου, τα πιστεύω σου, τα θέλω σου. Ένα λεπτό πριν πέσεις στο κενό, σαν να ξύπνησες απ’ το λήθαργο σου, άνοιξες τα μάτια σου και ένιωσες το δράκο πίσω σου, έτοιμο να σε σπρώξει…Άτιμο πλάσμα κι αυτός, τέτοια τέλεια μεταμφίεση. Άγγελος κυρίου έμοιαζε, διάβολος ήταν. Μύριζε γιασεμί κι ήταν βουτηγμένος στα σκατά. Αλλά για καλή σου τύχη, ήταν τόσο κουτός, τόσο ανόητος, που με δυο κουβέντες σου κι ένα φτύσιμο στα μούτρα, πάγωσε κι έμεινε να κοιτάει την πόρτα που έκλεινε πίσω σου. Είδες τι ωραία είχε βγάλει τα νυχάκια του να σε ξεσκίσει; Να τους προσέχεις τους ανθρώπους που λένε πολλά, γλυκιά μου και να κοιτάς απευθείας στα μάτια, όταν είναι θολά, έχουν μεγάλη σαπίλα να κρύψουν!!
Εντάξει είσαι, γλυκιά μου; Μάτωσαν τα γόνατά σου; Γέμισες σκόνη; Βρώμισες τα ρούχα σου από τις λάσπες που δημιούργησες η ίδια; Όλη αυτή τη μαγεία που νόμιζες πως ζούσες, υπεροπτικά τόσο καιρό, την είδες να γίνεται βρωμόνερα; Είσαι γεμάτη γρατσουνιές; Έχει χαλάσει και το μακιγιάζ σου βλέπω, έκλαιγες ;
Άντε τώρα, σιγά σιγά, πάτα το ένα πόδι κάτω, έλα μη φοβάσαι. Τώρα το άλλο. Στηρίξου λίγο στον τοίχο, μη λυγίσεις. Έλα, λίγο ακόμα και σηκώθηκες. Μόνη σου !! Μπράβο, γλυκιά μου. Τινάξου λίγο απ’ τη βρωμιά. Άναψε ένα τσιγάρο και τράβα μια γερή τζούρα. Πάρε μια βαθιά ανάσα. Μύρισε τον αέρα, διέκρινε πόσο πιο ανάλαφρος είναι. Ήρθε το καλοκαίρι, είδες; Μπροστά σου είναι μια ήρεμη καταγάλανη θάλασσα,τι κάθεσαι, μπες μέσα. Τσούζουν οι πληγές ε; Δεν πειράζει, θα κλείσουν πιο εύκολα έτσι. Κάνε κι ένα μακροβούτι, να καθαρίσουν τα ματάκια σου, να φανεί το πρόσωπό σου. Μη φοβάσαι, τελείωσε. Ο δράκος εγκλωβίστηκε στο παραμύθι του πια.
Έχει αξία αυτό που έκανες, γλυκιά μου. Μεγάλη αξία. Γιατί, όταν μας απλώνονται χέρια, δυναμώνουμε πιο γρήγορα και μπορεί να ξαναγυρίσουμε πίσω, στο βόθρο. Ενώ ο εαυτός μας, αυτός ο καταρακωμένος εαυτός μας, μπορεί να μας δώσει το μοναδικό πράγμα που θα μας κάνει να νιώσουμε περήφανοι, την δική του μοναδική, υπέροχη συγχώρεση για τη ταπείνωση και ταλαιπωρία που πέρασε. Για την ασέβεια που του δείξαμε.
Τι κι αν εμφανίστηκαν δυο νέες ρυτίδες, τι κι αν βγήκαν μερικές ακόμα λευκές τρίχες; Είσαι εδώ κοριτσάκι !!! Πάλεψες με το θηρίο και είσαι εδώ. Δεν σε φοβάμαι πια, γλυκιά μου. Ειδικά μετά κι απ’ αυτό. Τώρα σε γνώρισα καλά, μετά από τόσο καιρό. Βλέπω το αληθινό σου πρόσωπο. Είσαι ώριμη πια, δυνατή, αστεία, ιδιότροπη, γεμάτη ανεκτίμητες πληγές και με μια καρδιά που ακόμα συνεχίζει πεισματικά να είναι ξεχειλισμένη από αγάπη.
Συγνώμη που σε μάλωσα, κοριτσάκι, έπρεπε όμως. Γιατι σε νοιάζομαι και σε πονάω. Γιατί σε σέβομαι και λατρεύω τον τρόπο που αυτοσαρκάζεσαι, όταν όλα πάνε στραβά. Γιατί στην τελική εμείς οι δυο είμαστε ένα !!!
Το ξέρω εαυτέ μου, σε άφησα να πέσεις. Ήταν ανάγκη όμως να δεις κι εσύ μια φορά πόσο μα πόσο δυνατός είσαι. Έλα πάμε τώρα. Έκλεισε ένα βιβλίο που ήταν ανοιχτό χρόνια. Που σε περιόριζε, σε φόβιζε. Σου έιχε πάρει όλη την αυτοπεποίθηση και όλα φάνταζαν αδύνατα. Πάμε γι άλλα. Για κείνη τη βόλτα που σου χα υποσχεθεί, οι δυο μας.
Άνθρωποι θα υπάρξουν πολλοί, το ξέρεις, αλλά από δω και πέρα, τα μάτια τους θα είναι λαμπερά και η ψυχή τους καθαρή. Πάμε, μας περιμένει μια ζωή να ζήσουμε. Δεν θα χάσουμε πια ούτε λεπτό, ούτε χαμόγελο, ούτε δάκρυ,ούτε σωστό, ούτε λάθος. Θα αρπάξουμε το μέλλον απ’ τα μαλλιά κι όπου μας βγαλει.
Τελικά, πως να στο πω αυτό, σε θαυμάζω κοριτσάκι, κοιτώντας πίσω σε θαυμάζω. Κι ας μου πήρε 43 χρόνια να το καταλάβω…
Γράφει η Λιάνα
Πηγή : loveletters.gr