Όταν πέφτεις με φόρα χτυπάς, κι ας είναι ακόμα και στα πούπουλα
Όταν πέφτεις με φόρα χτυπάς, κι ας είναι ακόμα και στα πούπουλα. Κάπως έτσι ήταν αυτό που έγινε μαζί σου. Δε μας ένοιαξε τι έπρεπε και τ...
https://to-synoro.blogspot.com/2017/12/blog-post_29.html?m=0
Όταν πέφτεις με φόρα χτυπάς, κι ας είναι ακόμα και στα πούπουλα. Κάπως έτσι ήταν αυτό που έγινε μαζί σου. Δε μας ένοιαξε τι έπρεπε και τι όχι. Δεν υπήρχε «χρόνος» για μας. Μόνο ένα ατελείωτο, απεριόριστο δικό μας χρονικό φάσμα. Όταν αυτό ξεκινούσε, μετά δεν υπήρχε τέλος. Ήταν η κάθε φόρα που σε έβλεπα. Ή ήταν η μία: αυτή που σε γνώρισα.
Όταν οι άλλοι προσπαθούσαν για κάτι, εσύ δε χρειαζόταν να κάνεις τίποτα. Σου έβγαινε το παραμικρό αβίαστα. Από το χαμόγελο ως τη φροντίδα. Από το γέλιο ως το φόβο σου για το αν όλο αυτό όντως υπήρχε.
Νόμιζα πως βρήκα σε σένα κομμάτια μου, στις σκέψεις σου, δίκες μου.
Ήταν ιδέα μας τελικά; Και συνέβαινε να είχαμε την ίδια; Το ίδιο λάθος κάναμε για μας;
Ήταν το πάθος μας για μια προσευχή που θα διέλυε τις γύρω κατάρες, τόσο μεγάλο και τυφλό που σκότωσε εμάς τους ίδιους;
Κολλάει επίμονα στο μυαλό μου το «πώς». Πώς γίνεται κάτι τέτοιο να σβήνει έτσι άδοξα. Σαν από κει που ο Έρωτας χόρευε σαν τρελός, ξαφνικά έπεσε στα γόνατα και με αναφιλητά θρηνούσε. Κι όσο θρηνούσε, σα να τον άκουγες και εξαγριωνόσουν. Ίσως ήταν η άρνηση σου στο ότι συνέβη αυτό, ίσως ήταν ντροπή, ίσως και απόγνωση.
«Σ’ αγαπώ. Δεν ξέρω γιατί. Παρατά με. Δε με νοιάζει.-» Και όντως δεν είχε τόση σημασία το γιατί με αγαπούσες. Πλέον δεν έχει σημασία ούτε αν το ένιωθες. Σημασία έχει απλά το αν το πίστευες. Κι αυτή η σημασία κάπου στο χάος χάνεται…
Και καθώς ξεφύλλιζα τις σελίδες της ιστορίας μας, κι έβλεπα τις χρωματιστές εικόνες, πλέον από μία απόσταση, σα να ήταν κάτι παλιό, σαν παραμύθι που μου είχαν διαβάσει κάποτε όταν ήμουν μικρή… Τότε μου ξέφυγε μια λέξη…
«Σ’ αγαπώ», είπα και νόμισα πως για μια στιγμή ξεψύχησα… και κύλησε μια σταγόνα… Νόμιζα ήταν η τελευταία της βροχής. Μα ήταν το πρώτα μόλις δάκρυ.