synoronews

Love / Paste!

Γράφει ο Λάμπρος Δερμεντζόγλου* Μ ήνες τώρα χτυπούσε τα πλήκτρα της γραφομηχανής του χωρίς νόημα. Αγύριστο κεφάλι καθώς ήτανε δεν ...

Γράφει ο Λάμπρος Δερμεντζόγλου*

Μήνες τώρα χτυπούσε τα πλήκτρα της γραφομηχανής του χωρίς νόημα. Αγύριστο κεφάλι καθώς ήτανε δεν είχε συμβιβαστεί ποτέ με την ιδέα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. “Δε μπορώ να ζήσω χωρίς τον ήχο της κεφαλής την ώρα που πληγώνει το χαρτί για να αφήσει το αποτύπωμα του γράμματος” έλεγε. Έτσι λοιπόν πατούσε σχεδόν αυτιστικά όλα τα γράμματα με τη σειρά, γεμίζοντας σελίδες με ασυνάρτητες αλληλουχίες συμβόλων που δε σήμαιναν τίποτα.

Κάθε μέρα από τις 08:00 το πρωί μέχρι τις 16:00 το απόγευμα. Χωρίς ένα διάλειμμα για καφέ, χωρίς στάση για φαγητό, χωρίς ξεκούραση και ύπνο. Στο παλιοκαιρίστικο ξύλινο γραφείο του, ποτισμένο με το μελάνι της απροσεξίας του, στη μικρή σοφίτα, με το φεγγίτη που έφερνε την άνοιξη και έριχνε πάνω από το κεφάλι του τις πρώτες σταγόνες βροχής το φθινόπωρο. Καθισμένος πάντα στην ίδια ξύλινη, ξεχαρβαλωμένη καρέκλα. Δεν επέτρεπε πολυτέλειες στον εαυτό του. “Η συγγραφή είναι ασκητική” έλεγε. Κι έτσι ζούσε.

Οι στοίβες με τα χαρτιά τον πνίγανε. Μα πιο πολύ τον πείραζε που δεν είχε πια τίποτα καινούριο να πει, τίποτα να γράψει. Κοίταζε τον ξεφλουδισμένο τοίχο απέναντι του υπό το φώς του αγγλικού τύπου λαμπατέρ του. Το μυαλό του ήταν πιο άδειο κι από αυτόν τον τοίχο κι όσο κι αν το πλήγωνε ή το ξεφλούδιζε δεν του πρόσφερε τίποτα. Μήτε μια λέξη εμπνευσμένη, μήτε μια παράγραφο που να αξίζει να διαβαστεί. Κι ας είχε γράψει στο παρελθόν δεκάδες βιβλία με ευκολία. Τώρα κάθε λέξη έβγαινε με οδύνες τοκετού και πέθαινε πριν το αεροβάπτισμα.

Είχε πατήσει πια τα 50. Γέρο δεν τον έλεγες μα ούτε και νέος ήταν. Καλοβαλμένος, ίσως γοητευτικός. Σκεφτόταν να αποσυρθεί, αλλά από τι στ’ αλήθεια; “Το να γράφεις δεν είναι δουλειά, είναι ζωή ανάθεμά με. Όλη μου τη ζωή έγραφα αυτά που δεν μπορούσα να πω και έλεγα όσα δεν ήθελα να γράψω”.

Δεν απέκτησε ποτέ οικογένεια. Για γυναίκα του είχε μια Remington του 1968 και παιδιά τους ήταν τα μυθιστορήματα του. Από τα 30 του αποτραβήχτηκε σε ένα ορεινό χωριό στις παρυφές του Γράμμου για να γράψει μακριά από τη θλίψη που του γεννούσε το αστικό τοπίο. Στο σπίτι του δεν έμπαινε σχεδόν κανείς. Και ποιος να μπει άλλωστε; Ογδόντα κάτοικοι όλοι κι όλοι κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι φεύγανε με τα πρώτα κρύα.

Ο Οκτώβρης έφερε την ερήμωση στο χωριό. Στις αυλές στοιβαγμένα τα ξύλα για το χειμώνα. Τα βράδια ερημιά. O καφενές έκλεινε κι αυτός από τις 6 το απόγευμα. Έβαλε ένα ποτό στο ποτήρι του και κάθισε αντίκρυ από το τζάκι. Έβλεπε τις φλόγες να χοροπηδάν κι ύστερα να χάνονται. Αναπολούσε την εποχή που ακόμα και το φύσημα του αέρα ήταν αρκετό για να του γεννήσει μια ιστορία. Πέταξε το ποτήρι στη φωτιά και βγήκε στο δρόμο.

Σουρούπωνε. Τα βήματα του σχεδόν αντηχούσαν στους ορεινούς όγκους. Περιδιάβηκε τα πλακόστρωτα, έκανε στάση να ελέγξει αν οι γέροι του χωριού ήταν όλοι καλά στην υγεία τους, τάισε τα σκυλιά. Μύριζε το ξύλο και θυμήθηκε ότι γι αυτό είχε έρθει εδώ είκοσι χρόνια πριν. Ύστερα πήρε το δρόμο για το σπίτι του, όχι από την κεντρική στράτα μα από το φιδωτό μονοπάτι που αγκάλιαζε το χωριό.

Στα πρώτα σπίτια την είδε να προσπαθεί να χωθεί μες τις σκιές. Τα πόδια της πληγιασμένα, το φόρεμα σκισμένο και βρώμικο. Την πλησίασε και κείνη έκανε να φύγει. “Μη φοβάσαι”, τις είπε. Ήταν μόνη. Τα βουνά είχαν αφήσει πάνω της τα σημάδια τους. Ο φόβος ήταν το μόνο μέσο προστασίας της. Ο δρόμος για την προσωπική της ελευθερία δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.

“Έλα”. Της άπλωσε το χέρι κι αυτή τον κοίταζε σαν αγρίμι. Μιλούσε λίγα ελληνικά. Δεν ήταν η πρώτη της φορά που περνούσε παράνομα στην Ελλάδα. Νέα, όχι περισσότερο από 30 χρονών. “Δε θα σου κάνω κακό” της είπε, “έλα να πιεις λίγο τσάι και συνεχίζεις το δρόμο σου”. Μιλούσε και ήξερε πως μόνο ο τόνος της φωνής του μπορούσε να της δώσει να καταλάβει τις προθέσεις του.

Τον ακολούθησε, περισσότερο γιατί ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Δε περπατούσε δίπλα του μα στο κατόπι του, σα δαρμένο σκυλί. Έφτασαν στο σπίτι, της πρόσφερε τσάι. Κάθισε αντίκρυ της κοιτώντας την συμπονετικά. Τη λέγανε Κριστίνα και κατάγονταν από ένα χωριό κάπου στην Αλβανία, δεν είχε σημασία ποιο μήτε που. Πήγαινε στην Αθήνα, όχι για να βρει κάτι καλύτερο αλλά για να αφήσει πίσω της τα χειρότερα.

Μοναδικές της αποσκευές, το δράμα της, που το κουβαλούσε στα στήθια μα σκέβρωνε τους ώμους της. Της πρότεινε να ξεκουραστεί τη νύχτα στο σπίτι του μα του αρνήθηκε με αριστοκρατική ευγένεια. Επέμεινε. Συμφώνησε. Έτσι κι αλλιώς η νύχτα πάντα τη φόβιζε και το βαμβακερό της πανωφόρι δεν ήταν ικανό να σταματήσει το κρύο.

Της πρόσφερε την κάμαρα του μα εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν ένα ζεστό μπάνιο. Μα φυσικά, τι ανόητος. Τόσα χρόνια εργένικης ζωής είχε ξεχάσει τις πραγματικές ανάγκες μιας γυναίκας. Λίγο σαπούνι και ένα καθαρό ζευγάρι αντρικές πυτζάμες ήταν αρκετά για να μεταμορφώσουν το αγρίμι σε πριγκίπισσα. Την κοίταξε γοητευμένος κι αυτή έσκυψε με συστολή τα μάτια στο πάτωμα.

Κοιμήθηκε στον καναπέ μπροστά στο τζάκι. Με τις αισθήσεις της σε εγρήγορση, με το σώμα της να τινάζεται σε κάθε σκάσιμο του νοτισμένου ξύλου. “Ο φόβος σε κρατάει ζωντανό, ο φόβος σε σκοτώνει”, έγραψε στο σημειωματάριο του και πήγε για ύπνο.

Το πρωί βρήκε ένα στρωμένο τραπέζι και κυκλάμινα στο βάζο. Τον προσκάλεσε να πάρει πρωινό και ήταν η πρώτη φορά που το έκανε μετά από είκοσι χρόνια. Έμεινε όρθια να τον υπηρετεί, να προστρέξει κάθε του επιθυμία, ανησυχούσε μήπως δεν ήταν αρκετά ζεστός ο καφές, μήπως ήθελε πιο σφιχτά τα αυγά του, με ανεπιτήδευτο ενδιαφέρον χωρίς ίχνος δουλοπρέπειας.

Εκείνη τη μέρα δεν ανέβηκε στη σοφίτα του. Βγήκαν μαζί βόλτα, περπάτησαν στο βουνό, μάζεψαν τσάι, της αγόρασε καινούρια ρούχα από την πόλη, ίσως να γέλασε κιόλας με κάποιο από τα αστεία του. Μείνε να δουλέψεις για μένα της είπε, αυτό το σπίτι χρειάζεται μια γυναικεία φροντίδα, εγώ πια μεγάλωσα. Δέχτηκε χωρίς άλλες ερωτήσεις. “Τα φύλλα του κυκλάμινου έχουν το σχήμα της καρδιάς” έγραψε στο σημειωματάριο.

Εκείνο το βράδυ δε πήγε για ύπνο. Κάθισε μπροστά στη γραφομηχανή κι έγραψε με την ίδια ευκολία που το έκανε παλιά. Με τις μυρωδιές από τα κυκλάμινα στα ρουθούνια του και το φως του φεγγαριού να εισβάλει από το άνοιγμα του φεγγίτη. Όλα ξαφνικά πήραν σχήμα, απέκτησαν νόημα, οι λέξεις τρέχανε πάνω στο χαρτί σαν έτοιμες από καιρό. Κράτησε μια τελευταία σημείωση. “Όταν δεν έχεις τίποτα να πεις, δανείσου κάτι από τον έρωτα”.
________________________________________________________
*Ο Λάμπρος Δερμεντζόγλου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Έκτοτε ζει, ονειρεύεται, αγαπά, πίνει και μεθά.

* Χριστινάκι.-*

Related

blog 5632662369016303520

Δημοσίευση σχολίου

Όλες οι διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι απόρρητες και δεν δημοσιεύονται ή δίδονται σε τρίτους για οποιαδήποτε εμπορική ή άλλη χρήση.

emo-but-icon


    • Οι εικονικοί φίλοι του facebook



      Διαβάστε το άρθρο


Recent

Hot in week

Με τη...ματια της ψυχης

Η ζωή αγάπη μου είναι μια θυσία και ένα ρίσκο.

Όσο πόνος και να υπάρχει μπορείς να τον ξορκίσεις με την αγάπη και το χαμόγελο ....Είναι το αντίδοτο του κακού και της δυστυχίας ....Γελάστε...

Παρατηρητης ... η παικτης;

Παρατηρητης ... η παικτης;
Ολοι θέλουμε να φτάσουμε κάπου να υλοποιήσουμε κάτι. Είναι όλα μέρους του παιχνιδιού που

Θελω να ακους το γελιο μου

Θελω να ακους το γελιο μου
Γι αυτό λοιπόν, δε θέλω να φοβηθείς στιγμή ή να λιγοψυχήσεις όσο είμαι εδώ...

Τα φραγκα δεν κανουν τον ...

Τα φραγκα δεν κανουν τον ...
Τους συναντάμε συχνά. Παλουκάρια της φακής, με πλάτες άλλων ...

Η πιο όμορφη ηλικία

Η πιο όμορφη ηλικία
Η πιο όμορφη ηλικία για μια γυναίκα αρχίζει όταν σταματά να ...

ενας ερωτικος ανθρωπος

ενας ερωτικος ανθρωπος
Ένας γνήσιος ερωτικός άνθρωπος ζητά συνοδοιπόρους που θα τον εμπνέουν...

Η δυναμη της ευτυχιας ...

Η δυναμη της ευτυχιας ...
Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται τις αλλαγές, επιθυμούν να ‘παγώσουν’ την ευτυχία ή τη στιγμή

ολα φαινονται δυσοιωνα, ...

ολα φαινονται δυσοιωνα, ...
Αλλά και στη διαδρομή προς το ψηλότερο σημείο, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο.

Οι oμορφοι aνθρωποι

Οι oμορφοι aνθρωποι
Γεννηθήκαμε και μας βάλανε στο κέντρο. Σ’ ένα κέντρο που είτε μας παραχάϊδευαν, είτε μας παραέκριναν ...

Υπαρχουν κι αυτοι ...

Υπαρχουν κι αυτοι ...
Άνθρωποι αθορυβοι.Όχι ήσυχοι,όχι κοιμισμένοι,όχι παραιτημένοι από την ζωή.Απλά ...

Μπαμπα, σ’ αγαπω …

Μπαμπα, σ’ αγαπω …
Σήμερα θα γράψω για σένα, για σένα που με μεγάλωσες, που ακόμη και τώρα με μεγαλώνεις. Για την ακρίβεια μαζί ...

Connect Us

item
- Navigation -