Το γερμανικό αίνιγμα
του Γιάννη Βαρουφάκη.- Όταν το τσουνάμι που έπληξε τη βορειοανατολική Ιαπωνία κατέστρεψε το πυρηνικό εργοστάσιο στη Φουκουσίμα, γονατίζο...
Όταν το τσουνάμι που έπληξε τη βορειοανατολική Ιαπωνία κατέστρεψε το πυρηνικό εργοστάσιο στη Φουκουσίμα, γονατίζοντας για μήνες πολλούς την ιαπωνική βιομηχανία, η γερμανίδα καγκελάριος έλαβε, με συνοπτικές διαδικασίες, μια γενναία απόφαση: Όχι μόνο η γερμανική κυβέρνηση θα έβαζε στο αρχείο τα πλάνα για επέκταση των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αλλά, επιπλέον, θα έκλεινε τους υπάρχοντες πυρηνικούς σταθμούς σε ολόκληρη τη χώρα.
Αυτή η απόφαση, παρ’ όλο που χαιρετίστηκε από το κόμμα των Πρασίνων, έπληξε καίρια τα σχέδια για μείωση των ρύπων διοξειδίου του άνθρακα (και άλλων αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου) αυξάνοντας παράλληλα το κόστος ενέργειας. Εν πολλοίς, δύο ήταν τα αποτελέσματα της κατάργησης των πυρηνικών σταθμών:
Λίγες μέρες μετά την απόφαση της κας Μέρκελ, εκπρόσωποι πολλών μικρών και μεγάλων βιομηχανικών εταιρειών προσέγγισαν το γερμανικό υπουργείο Βιομηχανίας και Τεχνολογίας με την εξής εύλογη πρόταση: «Έχουμε τους καλύτερους μηχανικούς στον κόσμο στον τομέα των πράσινων τεχνολογιών, ιδίως σχετικά με τα φωτοβολταϊκά.
Το γερμανικό υπουργείο Βιομηχανίας και Τεχνολογίας είδε την πρόταση με συμπάθεια και την προώθησε στο υπουργείο Οικονομικών και στην Καγκελαρία. Για να εισπράξει την εξής αποστομωτική απάντηση: «Λόγω της συνταγματικής δέσμευσης για συρρίκνωση του δημόσιου ελλείμματος στο 0.5% του ΑΕΠ, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει τα πλεονεκτήματα της εν λόγω πρότασης, αδυνατεί να συμμετάσχει σε ένα τέτοιο πρόγραμμα.».
Αυτή η ιστορία εμπεριέχει πολλά διδάγματα για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους οι οποίοι, λόγω της Ευρωζώνης, καλούνται να συνδιαλέγονται και να διαπραγματεύονται με το Βερολίνο για θέματα που αφορούν τη δική τους οικονομική και επενδυτική πολιτική.
Το ερώτημα που πολλοί ρωτούν είναι: Γιατί τέτοιο «κόλλημα»; Γιατί αρνούνται να δανειστούν ακόμα κι οι ίδιοι με επιτόκια κάτω του 2% προς όφελος επενδύσεων που θα αποφέρουν στη Γερμανία πολλαπλάσια οφέλη; Η απάντηση σε αυτό το «γερμανικό αίνιγμα» μπορεί να είναι σύνθετη αλλά όχι όμως και ιδιαίτερα πολύπλοκη. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι πρέπει να αναζητηθεί, τουλάχιστον αρχικά, στα βάθη του 19ου αιώνα.
Πριν την ενοποίηση της Γερμανίας από τον Βίσμαρκ, εν έτει 1871, η Πρωσία (το ισχυρότερο από τα γερμανικά κράτη) είχε πειραματιστεί με το μοντέλο του φιλελεύθερου, αποκεντρωμένου καπιταλισμού (βρετανικού τύπου) όπως το πρωτο-είχε παρουσιάσει στο βιβλίο του «Ο Πλούτος των Εθνών» ο Σκοτσέζος Άνταμ Σμιθ. Επρόκειτο για τη συνθήκη Zollverein, το 1833, η οποία δημιουργούσε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου εντός των περισσότερων γερμανικών κρατών (εξαιρουμένης της Αυστρίας). Το πείραμα αυτό απέτυχε παταγωδώς (καθώς δεν έφερε την εκβιομηχάνιση) και ο κλήρος έπεσε στον Βίσμαρκ να δοκιμάσει ένα άλλο «μοντέλο ανάπτυξης». Εν συντομία, επιλέχθηκε το εξής απλό μοντέλο, το οποίο και εφαρμόστηκε ιδίως μετά το 1870:
1. Προώθηση δημιουργίας μεγάλων ολιγοπωλιακών (σχεδόν μονοπωλιακών) ιδιωτικών επιχειρήσεων σε αγαστή συνεργασία, η κάθε επιχείρηση, με μία μεγάλη τράπεζα της περιοχής.
2. Συμπίεση, με κρατική παρέμβαση και συμπαράσταση, της αύξησης των μισθών κάτω από τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας (δηλαδή της παραγόμενης αξίας που αντιστοιχούσε σε κάθε εργαζόμενο). Στόχος αυτής της «συμπίεσης» ήταν ένας: οι αυξήσεις των εξαγωγών που θα επιτυγχάνονταν λόγω της αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας των γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων (σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι μισθοί αυξάνονταν γρηγορότερα, καθιστώντας τις γερμανικές εισαγωγές πιο ανταγωνιστικές ως προς την τιμή).
3. Εξαγωγή μεγάλου μέρους των κερδών της γερμανικής βιομηχανίας (από τις εξαγωγές) στο εξωτερικό (καθώς η παραμονή τους στη χώρα θα σήμαινε είτε μείωση των επιτοκίων – κάτι που θα αύξανε τον δανεισμό των νοικοκυριών – είτε, εφόσον ξοδεύονταν, αύξηση των τιμών) με αποτέλεσμα η Γερμανία να δανείζει στους υπόλοιπους Ευρωπαίους τα… χρέη τους προς αυτήν.
Αυτό το «μοντέλο ανάπτυξης» παραλίγο να καταρρεύσει στον Μεσοπόλεμο. Επανέκαμψε όμως πλήρως μετά τον πόλεμο υπό τη σκέπη και προστασία του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος που δημιούργησε (για δικούς της λόγους) η Αμερική. Για είκοσι χρόνια, με τη βοήθεια των ΗΠΑ, οι τρεις άξονες του γερμανικού μοντέλου (ολιγοπωλιακή βιομηχανική οργάνωση, συμπίεση μισθών και εξαγωγή κεφαλαίων) λειτουργούσαν άψογα και χωρίς κανένα πρόβλημα.
Το γερμανικό «μοντέλο ανάπτυξης», όπως είδαμε, στηρίζεται στα εμπορικά πλεονάσματα (που επιτυγχάνονται βασικά μέσω της συμπίεσης των μισθών) τα οποία μετατρέπονται σε εξαγωγές κεφαλαίων.
Το ευρώ λοιπόν (όσο και να λέγεται ότι το επέβαλε ο Φρανσουά Μιτεράν στον Χέλμουτ Κολ ως αντίτιμο για την αποδοχή της επανένωσης των δύο Γερμανιών) έλυσε ένα μεγάλο πρόβλημα για τη Γερμανία, επιτρέποντας τη διατήρηση του Βισμαρκικού «μοντέλου ανάπτυξης».
Όταν λοιπόν το 2008 κατέρρευσε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, και τράπεζες όπως η Deutsche Bank πτώχευσαν (χωρίς ποτέ να αναγκαστούν να το παραδεχθούν από τις ρυθμιστικές αρχές), το γερμανικό κράτος αναγκάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να σώσει τις γερμανικές τράπεζες και έτσι το γερμανικό χρέος ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια του Μάαστριχτ (το οποίο είχε βέβαια επιβάλει το ίδιο το Βερολίνο στην υπόλοιπη Ευρώπη). Με το χρέος και το έλλειμμα να απειλούν, η γερμανική κυβέρνηση είχε δύο επιλογές.
Η μία ήταν να αφήσει το έλλειμμα να αυξηθεί εν καιρώ κρίσης. Όμως αυτό θα σήμαινε το τέλος του «μοντέλου ανάπτυξης» που βασίζεται στα εμπορικά πλεονάσματα (τα οποία θα εξαφανίζονταν αν το κρατικό έλλειμμα μεγάλωνε την ώρα που, λόγω ύφεσης, οι επενδύσεις δεν αυξάνονταν). Η άλλη επιλογή ήταν η λιτότητα για το ίδιο το γερμανικό κράτος, κάτι που για να πετύχει απαιτούσε την παράλληλη αύξηση των εμπορικών πλεονασμάτων και τη συνεχιζόμενη προς τα κάτω συμπίεση των μισθών.
Επίλογος
Έτσι εξηγούνται δύο πράγματα:
Πρώτον, γιατί η γερμανική κυβέρνηση, παρά την έντιμη προσήλωσή της σε ένα πράσινο ενεργειακό μέλλον, αρνήθηκε να επενδύσει στους βιομηχανικούς κλάδους της χώρας που δύνανται να παράξουν μεσοπρόθεσμα επικερδέστατες τεχνολογίες αιχμής στον τομέα της ενέργειας. Η κυβέρνηση του Βερολίνου προτίμησε να περιορίσει τα βραχυπρόθεσμα ελλείμματα για να διασώσει το Βισμαρκιανό «μοντέλο ανάπτυξης» (και τα εμπορικά πλεονάσματα στα οποία αυτό βασίζεται).
Δεύτερον, γιατί η κα Μέρκελ, ό,τι και να έλεγε απειλώντας αριστερά και δεξιά, την τελευταία στιγμή δεν υπήρχε περίπτωση να διακινδυνεύσει την Ευρωζώνη διατάζοντας την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να «κλείσει» τη στρόφιγγα της ρευστότητας (το ELA) στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (δηλαδή να προβεί στην κίνηση που μπορούσε να εξαναγκάσει την Ελλάδα να βγει από το ευρώ). Αν το έκανε, θα διακινδύνευε τα συσσωρευμένα πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης (για τα οποία το γερμανικό κατεστημένο επέβαλε μόνιμη λιτότητα στον μέσο γερμανό εργαζόμενο).
Τέλος, μέσα από αυτό το πρίσμα, αναδεικνύεται η παντελής έλλειψη γερμανικού οράματος για την Ευρωζώνη. Το Βισμαρκικό «μοντέλο ανάπτυξης» μπορεί να κατάφερε να εκβιομηχανοπιήσει τη Γερμανία, και να την καταστήσει κραταιά οικονομία, όμως (α) έφερε τον πόλεμο δύο φορές στην Ευρώπη και (β) ήταν αδύνατον να «αναστηθεί» μεταπολεμικά άνευ της αρωγής των ΗΠΑ. Σήμερα αυτή η αρωγή δεν υπάρχει πια (λόγω της φθοράς της αμερικανικής ηγεμονίας).
Πηγή : anixneuseis.gr