Από τις ταλαιπωρημένες κινηματογραφικές κόπιες του χθες, στις γυαλισμένες του σήμερα και από αυτές, στις άφθαρτες του αύριο. Δηλαδή στις ψηφιακές.
Οι κινηματογραφικές αίθουσες στην Αθήνα που προβάλλουν ψηφιακά μπορεί να μην ξεπερνούν τις «παραδοσιακές», στον μακρινό Βορρά όμως η Νορβηγία έκανε ήδη την αρχή, ξορίζοντας το φιλμ από τις δικές της αίθουσες
Σε κινηματογραφική αίθουσα του κέντρου παρακολουθώ μια παλιά ταινία. Η κόπια είναι φθαρμένη και οι υπότιτλοι σε πολυτονικό. Γραντζουνιές, μικρή απώλεια στα χρώματα, κοψίματα. Κι όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν με ενοχλεί. Βλέποντάς την αναρωτιέμαι από πόσες μηχανές προβολής να έχει περάσει, σε πόσες αίθουσες να έχει προβληθεί.
Προσπαθώ να φανταστώ την ατμόσφαιρα της εποχής, τις αντιδράσεις του κοινού, τη μυρωδιά στην αίθουσα. Ρομαντζάρω κινηματογραφικώς. «Αυτό είναι κάτι δικό σου, κάτι προσωπικό, δεν αφορά όμως τον περισσότερο κόσμο που πηγαίνει σινεμά. Δεν είναι λύση να αρχίσουμε να στιγματίζουμε τις κόπιες για να γοητεύονται οι σκηνοθέτες ή οι κριτικοί κινηματογράφου!», μου αποκρίνεται ο Νίκος Γραμματικός, σκηνοθέτης μερικών διαμαντιών του ελληνικού κινηματογράφου (όπως οι «Απόντες» και ο «Βασιλιάς»), ο οποίος τώρα γυρίζει το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας τη Μήδεια» σε ψηφιακό βίντεο.
Το θέμα που έχει προκύψει είναι η απόφαση της Νορβηγίας να εξορίσει το φιλμ από τις κινηματογραφικές της αίθουσες. Εδώ και λίγο καιρό, οι 420 αίθουσες στη χώρα παίζουν μόνο ψηφιακά: πάει το φιλμ.
«Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την Disney, τη Fox, την Paramount, τη Universal, τη Sony και τη Warner, όπως και όλους τους διανομείς της χώρας που εργάστηκαν για να πραγματοποιήσουν αυτό το μεγάλο έργο. Είμαστε χαρούμενοι που οι Νορβηγοί μπορούν πλέον να απολαύσουν σινεμά τέλειας ποιότητας», δήλωσε ο υπεύθυνος του όλου εγχειρήματος, Γιόργκεν Στένσλαντ. Φυσικά, αυτό το τελευταίο είναι ψέμα: τίποτα ακόμα δεν μπορεί καν να πλησιάσει σε ανάλυση το φιλμ 35 χιλιοστών αν και, σύμφωνοι, η διαφορά δεν είναι απολύτως ορατή από το μη εκπαιδευμένο μάτι. Τα οφέλη αυτής της ιστορίας είναι κυρίως οικονομικά.
Προσέξτε, μια κινηματογραφική κόπια που, από μόνη της, κοστίζει περίπου 2.500 ευρώ, αποτελείται συνήθως από 5 - 6 πράξεις (δηλαδή μπομπίνες) με συνολικό βάρος γύρω στα είκοσι κιλά. Οταν μάλιστα η ίδια κόπια πρέπει να παιχτεί με διαφορά ας πούμε μισής ώρας σε δύο κινηματογράφους, τότε προσλαμβάνεται κάποιος ικανός στη μοτοσυκλέτα που πηγαινοέρχεται με τις μπομπίνες παραμάσχαλα από σινεμά σε σινεμά! Αλλά και ο υποτιτλισμός είναι επίπονη και εξίσου ακριβή τεχνική διεργασία.
Ε, με την ψηφιοποίηση όλα αυτά πάνε περίπατο. Οι ταινίες θα χωρούν σε έναν σκληρό δίσκο ή, ακόμη καλύτερα, θα μπορούν να παίζονται με διαδικτυακή σύνδεση απευθείας από την εταιρεία παραγωγής. Εν ολίγοις, αυτό που συμβαίνει τώρα είναι κάτι παρεμφερές με το πέρασμα από το (ανώτερης ηχητικής ποιότητας) βινύλιο στο CD, άλλο ένα «φθηνότερο και καθαρότερο» μέσο. Το οποίο σημαίνει πως πλέον οι κόπιες θα είναι καθαρές, πεντακάθαρες για την ακρίβεια, περασμένες (δηλαδή σκαναρισμένες) από φιλμ σε σκληρό δίσκο ή, ακόμα καλύτερα, ψηφιακές εν τη γενέσει καθώς αρκετές ταινίες σήμερα γυρίζονται κατευθείαν σε ψηφιακό βίντεο (ένα καλό παράδειγμα είναι το «Collateral» του Μάικλ Μαν με τον Τομ Κρουζ).
Αυτές οι ψηφιακές μήτρες, όμως, δεν είναι εξαιρετικά ευπαθείς; «Και τα νεγκατίφ των φιλμ αλλοιώνονται με τον χρόνο. Και συχνά επιστρέφουμε σε αυτά για να τα επεξεργαστούμε και να βγάλουμε νέες κόπιες» απαντά ο Νίκος Γραμματικός. Θέλω να τον κοντράρω και ξεκινώ πάλι τους ρομαντισμούς. Θα μου απαντήσει αναλόγως:
«Υπάρχει ένα ζήτημα στον κινηματογράφο: το σινεμά, όπως και η ζωγραφική, προσεγγίζει το φυσικό μέσα από την οδό του τεχνητού. Υπάρχει μία κάμερα και ένα φιλμ - το φιλμ όμως εξελίχθηκε δραματικά, έφτασε σε υψηλή ευκρίνεια τόσο ώστε να νομίζουμε πως πρόκειται για πραγματικότητα. Μόνο που δεν είναι! Γιατί, πολύ απλά, όλα είναι μυθοπλασία.
Ο κινηματογράφος πάντοτε χρησιμοποιούσε τεχνητά μέσα για να προσεγγίσει την πραγματικότητα. Κάποιος μπορεί να κάνει ζωγραφική με λάδια, κάποιος άλλος με νερομπογιές. Οταν λοιπόν αποφασίζεις να κάνεις μια ταινία ψηφιακά, θα πρέπει να λάβεις υπόψη τις δυνατότητες αυτού του μέσου. Ο κάθε καλλιτέχνης θα λειτουργήσει με τα μέσα του καιρού του. Αν ζούσε σήμερα ο Ευριπίδης, θα ήταν κινηματογραφικός σκηνοθέτης!».
Το ψηφιακό βέβαια μπορεί να βολεύει πολύ τους σκηνοθέτες ταινιών μικρού μήκους. Μιλάω με τον Στέργιο Πάσχο, νεαρό σκηνοθέτη που έχει τέσσερις ταινίες στο ενεργητικό του και φυσικά έχει περάσει από το Φεστιβάλ Δράμας. «Το ότι οι Νορβηγοί κατήργησαν το φιλμ», λέει, «δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουμε να γυρίζουμε σε φιλμ! Εμένα συνεχίζει να με «αδειάζει» η καθαρότητα της ψηφιακής προβολής. Δεν ταιριάζει σε όλες τις ταινίες, στον «Χάρι Πότερ» ίσως! Αυτά τα πράγματα βέβαια συνεχώς θα εξελίσσονται. Ισως να αρχίζουν στο μέλλον να… λερώνουν τις ψηφιακές κόπιες, αλλά δεν ξέρω κατά πόσον αυτό θα αντικαταστήσει το φιλμ.
Οσο κοντά και να φτάσει η ψηφιακή προβολή δεν ξέρω κατά πόσο θα πλησιάσει αυτό που μας δίνει το φως. Στη μία περίπτωση έχεις ψηφιακές γραμμές, στην άλλη έχεις την πληροφορία που σου δίνει το φως. Ακόμα και οι πιο εξελιγμένες ψηφιακές κάμερες έχουν προβλήματα. Δες πώς «γράφουν» στην οθόνη τα υφάσματα ή οι ταπετσαρίες: βλέπεις μόνο μια θολούρα. Αν και πάντα πρέπει να κρατάμε μια επιφύλαξη γιατί, δυστυχώς ή ευτυχώς, τα πράγματα που είναι να γίνουν θα γίνουν, με ή χωρίς εμάς. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον και εγώ μιλάω μόνο με αυτά που ξέρω σήμερα.
Ετσι κι αλλιώς, το σινεμά εκφράζει την ανάγκη να πεις μια ιστορία, από εκεί ξεκινάμε. Και αυτό είναι πέρα από φιλμ, πέρα από ψηφιακό, πέρα από οτιδήποτε μπορείς να σκεφτείς. Κάποιοι σκεφτόντουσαν το ίδιο για την έλευση του ήχου στο σινεμά, ξέρεις».
Και το επιμύθιο ποιο είναι; Πως απλώς οι καιροί αλλάζουν. Δεν βρισκόμαστε καν μπροστά στην «αρχή» μιας επανάστασης, σκηνοθέτες άλλωστε πειραματίζονται με το βίντεο από τις αρχές της δεκαετίας του '80 (ο Μικελάντζελο Αντονιόνι και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα είναι καλά παραδείγματα) και από τη στιγμή που κάτι καταγράφεται ψηφιακά, θα μπορεί και να αναπαραχθεί ψηφιακά.
Η ανάγκη όμως να βυθιστούμε σε μια ιστορία παραμένει. Αλλωστε, ό,τι και να γίνει, κανείς δεν θα ξεγράψει εντελώς το φιλμ, όπως κανείς εντέλει δεν ξέγραψε εντελώς τον αναλογικό ήχο.
TA NEA On-line