Ετυμολογία λέξης ... Λαμόγιο !
Ουσιαστικό Λαμόγιο ουδέτερο και λαμόγιας αρσενικό (κακόσημο) που υποκρίνεται τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες για χάρη κάποιου άλλ...

(κακόσημο) που υποκρίνεται τον αγοραστή για να προσελκύσει πελάτες για χάρη κάποιου άλλου· που επωφελείται εξαπατώντας κι έπειτα αποχωρεί. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται λαμογιά.
Συνώνυμα