Ο μοναχικός δρόμος ενός ιδεολόγου επαναστάτη
https://to-synoro.blogspot.com/2022/03/epanastatis.html?m=0
Ο μοναχικός δρόμος ενός ιδεολόγου επαναστάτη
Όταν η πένα ορισμένων χαρισματικών ανθρώπων ξέρει και κελαηδάει. Πλάθει της λέξεις φτερωτά πουλιά. Αυτά θα σε ξυπνήσουν και θα σε βγάλουν από την πλάνη που και αν την υποψιαζόσουν γύριζες από το άλλο πλευρό συνεχίζοντάς να της δίνεις χώρο για να σε νανουρίζει.
Σήμερα θα μιλήσουμε για τον Χρόνη Μίσσιο
Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στη καβάλα στις 8 Νοέμβριου του 1930 οι οικογένεια του ήταν προσφυγές της Μικράς Ασίας. Φτωχοί καπνεργάτες. Στις 4 Αυγούστου το 1936 με την Δικτατορία του Μεταξά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, λόγω των πολιτικών διώξεων του καθεστώτος. Αναγκάστηκε να δουλεύει από πολύ μικρός με το κασελάκι του στο λιμάνι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής με πρωτοβουλία του Ερυθρού Σταυρού μαζί με άλλα παιδιά για να γλυτώσουν από την πείνα βρέθηκε στα Γιαννίτσα. Εκεί δικτυώθηκε με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ της περιοχής που τον χρησιμοποιούσαν σαν σύνδεσμο.
Όταν έγινε η απελευθέρωση το 1944 επέστρεψες στη Θεσσαλονίκη και εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων, μετέχοντας στο εξής ενεργά και μάχιμα σε όλες τις κινήσεις και τις περιπέτειες της Αριστεράς.
Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου φυλακίστηκε για την δράση του. Με ποινή θανάτου. Κάθισε στη φυλακή εννέα μήνες αλλά αν και του δόθηκε χάρη κάθισε φυλακισμένος μέχρι το 1953. Όταν αποφυλακίστηκε κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Τον έστειλαν στη Μακρόνησο και κατόπιν στον Αη-Στράτη.
Το 1962 απελευθερώθηκε όπου εργάστηκε ως επαγγελματικό στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.
Το 1962 απελευθερώθηκε όπου εργάστηκε ως επαγγελματικό στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.
Στην Δικτατορία των Συνταγματαρχών φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Το 1973 του δόθηκε αμνηστία από το Δικτάτορα Παπαδόπουλο.
Ο Χρόνης Μίσσιος δε είχε βγάλει ούτε το δημοτικό οι μοίρες όμως τον είχαν μοιράνει με το χάρισμα από την κούνια του. Από δική του ομολογία μάθαμε ότι ««Ο Μανώλης Αναγνωστάκης μου έμαθε
γράμματα στη φυλακή, ήμασταν
θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ» είχε πει.
γράμματα στη φυλακή, ήμασταν
θανατοποινίτες στο Γεντί Κουλέ» είχε πει.
Διάβαζε στις εξορίες και αξιοποιούσε το χάρισμα. Ήταν ένας λαϊκός γνήσιος πατριώτης έχοντας στη ψυχή του την αθωότητα ενός παιδιού και το θεϊκό φως της γνώσης. Ο ίδιος έλεγε: “Τολμάτε ρε, τολμάτε! Γράψτε αυτό που θέλετε, αυτό που σκέφτεστε. Εγώ έγραφα, κι έγραφα με την ψυχή, κι όταν με είπαν συγγραφέα πρώτη φορά Μα, σοβαρά μιλάτε ρε παιδιά, συγγραφέας; Δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση απλά στις παρέες, στον κήπο τους έλεγα ιστορίες και μου έλεγαν, ρε Χρόνη γιατί δεν τα γράφεις αυτά τα πράγματα;
Ο Χρόνης έλεγε ότι είναι σημαντικό να μπορείς να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις, «είμαστε εντάξει ρε μάγκα, πάμε».
Τα βιβλία του Μίσσιου είναι μάθημα ζωής είναι ο συγγραφέας που όταν τον διαβάζεις αναπνέεις καθαρό βουνίσιο αέρα. Αρκετές φορές καπνίζοντας την πίπα του μονολογούσε ότι «δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα, όμως δε θα επιτρέψω ούτε σ’ αυτό να με αλλάξει»
Σε ένα κομμάτι από το βιβλίο του "ΧΑΜΟΓΕΛΑ, ΡΕ... ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΑΝΕ" Παρομοιάζει τους νομάρχες στις επιτροπές ασφαλείας που τους έστελναν εξορία σαν τον Πόντιο Πιλάτο.
¨"Όταν λοιπόν πιάσανε το Χριστό και του τον πήγανε -πάντα οι κουφάλες την ίδια τακτική, να σε σπάσουνε, να τους πεις τι ωραίοι που είστε και τι καλά που τα κάνετε και ότι εγώ είμαι μαλάκας που θέλω να είμαι εγώ, κατάλαβες; Τα ίδια με την καθοδήγα μας.
Τέλος, που λες, πάνε το Χριστό στον Πιλάτο, βασανισμένο και ταλαιπωρημένο από τους μπάτσους της εποχής, και του λέει η κουφάλα ο Πιλάτος: Έλα, ρε παιδάκι μου, τι θέλεις τώρα και τα σκαλίζεις, μια χαρά παιδί είσαι, νέος, ωραίος, έχεις μια τέχνη, σ’ αγαπάνε οι γυναίκες, μπορείς να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά και να πεθάνεις σε βαθιά γεράματα.
Δε λυπάσαι τα νιάτα σου και την ομορφιά σου; κάνε μια δήλωση, βάλε μια υπογραφή να λες ότι είσαι μαλάκας, και να γυρίσεις σπιτάκι σου ωραία κι όμορφα.
Δε λυπάσαι, ρε, τη μάνα σου που σπαράζει από το κλάμα; Καλά, δεν έχεις αισθήματα μέσα σου εσύ; Τι σόι άνθρωπος είσαι δηλαδή; Εμείς τι είμαστε; Εσύ βρέθηκες να φκιάξεις τον κόσμο; και τα τέτοια που λένε όλες οι κουφάλες της εξουσίας.
Και ο Χριστός τον κοίταγε με κείνα τα πανέμορφα, γεμάτα γλύκα και θανατερή κατανόηση μάτια του, σα να του ‘λέγε: Άσε μας, ρε Πιλατάκο, διότι μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι…
Ο Πιλάτος το ‘πιάσε βέβαια, αλλά βολεμένος μέσα στην ιεραρχία, στα δαχτυλίδα του, τ’ αρώματά του και τα σκατά του είπε: Εγώ πάντως είπα και ελάλησα, αμαρτίαν ουκ έχω και νίπτω τας χείρας μου. Όλες οι ασφάλειες όλου του κόσμου, καπιταλιστικές, σοσιαλιστικές και ουδετέρων, αυτή την κουφάλα αντέγραψαν…"
«Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη.
Γράφει η Μυρτώ Πανθέου
Πηγή :