Συγχώρεση ονομάζεται...
Ο Άγγελος γέμισε το ποτήρι του με φτηνό ουίσκι, άναψε ένα ακόμη τσιγάρο και διέσχισε αργά το σκοτεινό δωμάτιο μέχρι το παράθυρο.
Στάθηκε μπροστά στο τζάμι αμίλητος και ήσυχος, κοιτάζοντας έξω προς το πουθενά και προς το τίποτα. Δεν έβγαινε κουβέντα από το στόμα του, όχι μόνο γιατί δεν είχε κανέναν για να τον ακούσει, άλλωστε πολλές ήταν οι φορές που συνήθιζε να μονολογεί τα βράδια, αλλά γιατί φλυαρούσαν οι σκέψεις μέσα του ακατάπαυστα.
Οι σκέψεις του για το επόμενο του βιβλίο. Το βιβλίο που είχε ήδη βρει τον τίτλο του, “συγχώρεση” θα το έλεγε! Δεν τον ενοχλούσε καθόλου η μοναξιά του, κάθε άλλο, την είχε συνηθίσει πια. Ζούσε χρόνια μόνος, χωρίς φιλίες, χωρίς παρέες, χωρίς επαφές, αυτός, οι σκέψεις κι οι λέξεις του. Τις αγαπούσε τις λέξεις του ο Άγγελος! Αγαπούσε τους ήρωες των ιστοριών που σκάρωνε, τα μέρη που με τον νου του ακούραστα ταξίδευε και τις εικόνες που ζωντάνευε μέσα από τα βιβλία του. Άλλα πάνω από όλα, αγαπούσε τους ανθρώπους.
Κι ίσως για αυτό να τους απέφευγε, ίσως γιατί δεν άντεχε μέσα του να τους βλέπει να τον απογοητεύουν, όπως είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν. Κάποιοι στην γειτονιά τον λέγανε σαλεμένο, μονόχνοτο κι απρόσιτο, μα είχε πάψει από καιρό να τον ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, του έφτανε που εκείνος τα είχε βρει με τον εαυτό του. Του έφτανε που μπορούσε να αγάπα άδολα όπως εκείνος ήθελε και να συγχωρεί σχεδόν με παιδική αφέλεια, όπως μόνο εκείνος μπορούσε. Ξαφνικά οι σκέψεις του σωπάσαν από τον επίμονο χτύπο του τηλεφώνου
– Ναι;
– Καλησπέρα Άγγελε, ο Γιώργης ο έκδοτης είμαι, είναι Χριστούγεννα και σου έχω εδώ κάτι χρήματα από τις πωλήσεις του βιβλίο σου, το γνωρίζεις ότι σκίζει! Σκέφτηκα λοιπόν, μέρες που είναι ότι θα τα χρειάζεσαι.
– Να τα βάλεις σε έναν φάκελο και να πας να βρεις τον παπά Γιάννη στο συσσίτιο και να του τα δώσεις κρυφά. – Όλα; – Όλα. – Μα, είναι πολλά και…
– Να κάνεις αυτό που σου λέω! Και δεν χρειάζεται να σου πω ξανά ότι δεν πρέπει να πεις στον παπά Γιάννη από ποιον είναι τα χρήματα.
– Όπως θες, κάλο σου βράδυ και καλές γιορτές σου εύχομαι.
– Επίσης Γιώργη! Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε, πάντα μοίραζε τα λιγοστά του χρήματα σε διάφορους άπορους και άστεγους ανθρώπους. Χωρίς ποτέ να γνωρίζει κανένας κάτι για αυτές τις κινήσεις του. Μονό ο εκδότης του ο Γιώργης το γνώριζε, αφού τον είχε χρίσει εντολοδόχο του και τον εμπιστευόταν. Τις πρώτες φορές αντιδρούσε ο Γιώργης, είναι οι κόποι σου του έλεγε, δεν σου περισσεύουν για να τα σκορπάς και μάλωνε μαζί του.
Αλλά στο τέλος το πήρε απόφαση πως δεν του γυρίζει το κεφάλι και δεν του έφερνε αντιρρήσεις πια, εκτελώντας πάντα τις όποιες επιθυμίες του. Έτσι έκανε και τώρα! Πήρε τον φάκελο και κατευθύνθηκε προς την Μητρόπολη. Μπήκε στην αίθουσα του συσσιτίου και πλησίασε τον ιερέα. – Καλησπέρα παπά Γιάννη! – Καλώς τον! – Σου έχω εδώ έναν φάκελο με χρήματα για τους άπορους. – Πάλι; Σε ευχαριστώ τέκνο μου και από ποιον είναι ετούτη η αγαθοεργία;
– Δεν μπορώ να σου πω πάτερ. Πες πως είναι από έναν καλό χριστιανό με καλή ψυχή, πες πως είναι μια πράξη αγάπης από έναν άγγελο που επιθυμεί να μείνει το όνομα του κρυφό. Παρ΄ τα σε παρακαλώ και μην με ρωτάς περισσότερα, γιατί έχω δώσει όρκο.
– Καλά δεν επιμένω, ο όρκος είναι ιερός παιδί μου, όπως ιερή είναι κι η πράξη του χριστιανού που σε έστειλε εδώ απόψε, να είστε ευλογημένοι κι οι δυο σας.
Μα μιας και είπες άγγελος μωρέ Γιώργη… τι κάνει εκείνος ο αλλοπαρμένος ο φίλος σου ο συγγραφέας, εκείνος ο μονόχνοτος; Μήτε στην εκκλησιά πατάει το ποδάρι του, μήτε την πόρτα του ανοίγει στους εράνους μας, μήτε το κερί του δεν έχουμε δει ποτέ μας. Με μιας ο Γιώργης έσφιξε γροθιές τα χέρια και δάγκωσε τα χείλια του στο άκουσμα των λόγων του ιερέα. Έδωσες όρκο Γιώργη, είπε από μέσα του και χαμήλωσε το βλέμμα για να μην φανεί το άδικο που ξεχείλιζε σαν λάβα από τα ματιά του.
Μια χαρά είναι παπά Γιάννη, απάντησε με φωνή τρεμάμενη. Έχει κλειστεί στο σπίτι και ετοιμάζει το καινούριο του βιβλίο. “Συγχώρεση” το ονόμασε! Καλά Χριστούγεννα παπά Γιάννη, καλά Χριστούγεννα…
Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Επιμέλεια κειμένου – Μυρτώ Πανθέου
Πηγή : loveletters.gr