Και αυτά τα Χριστούγεννα είχαν το φάντασμά τους
Την πρώτη φορά ονειρεύτηκε ένα ζευγάρι κιάλια. Δύο ημέρες μετά, παραμονή Χριστουγέννων ήταν, έπεσε πάνω τους. Πάνω σ’ ένα παγκάκι κάποιος τα είχε ξεχάσει, μέσα στη θήκη τους. «Τι σύμπτωση», σκέφτηκε.
Τη δεύτερη φορά, λίγο πριν από τα επόμενα Χριστούγεννα, ονειρεύτηκε ένα τηλεσκόπιο. Ηταν μια αναβάθμιση, όσο να ‘ναι. Παραμονή Χριστουγέννων ήταν πάλι όταν, περνώντας έξω από ένα κατάστημα, στην είσοδο της στοάς της Οπερας, είδε στη βιτρίνα ένα τηλεσκόπιο σε τιμή ευκαιρίας. Αυτή τη φορά δεν θα ήταν τζάμπα, αλλά ο ίδιος το θεώρησε καλό σημάδι.
Τις καθαρές νύχτες των Χριστουγέννων εκείνων τις πέρασε παρατηρώντας τον Κρόνο. Ο φακός δεν ήταν τόσο ισχυρός, οι δακτύλιοι ίσα ίσα που διακρίνονταν, αλλά ακόμα και αυτό του έφτανε. «Κρόνος ίσον χρόνος», σκεφτόταν κάθε φορά με δέος.
Πια ήταν υποψιασμένος. Οταν λίγο πριν από τα τρίτα Χριστούγεννα στη σειρά είδε στο όνειρό του ένα ψηλόλιγνο αγαλματίδιο μιας κοπέλας που έμοιαζε να επιπλήττει τους πάντες με το αυστηρό βλέμμα της, στην πλατεία Αβυσσηνίας το βρήκε να προσφέρεται όσο όσο. «Πόσο έχει;» ρώτησε. «Σεφτέ για τα Χριστούγεννα μου κάνεις», του είπε ο μαγαζάτορας. «Δεν τη θέλει κανένας».
Η μορφή θύμιζε αμυδρά τις φιγούρες του Καντίνσκι, ένας γαλάζιος μανδύας την τύλιγε ασφυκτικά, ενώ τα χέρια της αγκάλιαζαν τον κορμό της με έναν αλλόκοτο τρόπο, σαν να είχε κάτι μητρικό και αρπακτικό μαζί.
Με τα κιάλια κοιτούσε το παράθυρο μιας μοναχικής γυναίκας, κάμποσα στενά μακριά του.
Την είχε πλέον δίπλα του τα βράδια όταν με το τηλεσκόπιο κοιτούσε τον Κρόνο, κυρίως όμως όταν με τα κιάλια κοιτούσε το παράθυρο της μοναχικής γυναίκας, κάμποσα στενά μακριά του. Μερικές φορές, είχε την εντύπωση πως τον κοιτούσε και αυτή.
Τη νύχτα των τελευταίων του Χριστουγέννων, την ονειρεύτηκε. Αλλά αυτή τη φορά το όνειρο ήταν θολό. Λες και κοιτούσε την επιφάνεια μιας λίμνης γεμάτης κυματισμούς.
Επεσε επάνω της στον δρόμο, την παραμονή. Κι εκείνη δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. «Καλά Χριστούγεννα», της είπε, αμήχανος. «Λυπάμαι. Πολύ αργά για Καλά Χριστούγεννα», του είπε εκείνη με νόημα. «Πολύ αργά, γιατί;» έκανε αυτός απορημένος.
«Σε είδα στ’ όνειρό μου», του είπε μετά και του έπιασε το χέρι. Ηταν ψυχρό, σχεδόν παγωμένο. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό βέβαια: Κρόνος ίσος χρόνος».
Ακολούθησε την ψηλόλιγνη γυναίκα με τον εφαρμοστό μπλε μανδύα μέσα στο σπίτι της. Ηταν σκιερό μα στολισμένο με πολύχρωμα φωτάκια που αναβόσβηναν. «Λογικό», σκέφτηκε, προτού αφεθεί γλυκά στα χέρια της, «κάθε Χριστούγεννα έχουν το φάντασμά τους».
Γράφει ο Ηλίας Μαγκλίνης
Επιμέλεια κειμένου – Pavlos Karantairis
Πηγή : kathimerini.gr