Λίγη χρυσόσκονη παραμυθιού για εκείνους με τα τσακισμένα χαμόγελα.
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια μάγισσα.
Στην κολυμβήθρα όταν τη βούτηξαν, δεν πρόλαβαν να την ονοματίσουν.
Είχε διάφανα φτερά στην τρυφερή πλατούλα της και πέταξε τρομαγμένη στην αγκαλιά της μάνας της προτού να ακούσει το όνομά της.
Κι έτσι δίχως όνομα μεγάλωνε, κι όταν είχε λιακάδα Ηλιαχτίδα την
αποκαλούσαν, όταν έβρεχε την έλεγαν Βροχή κι όποτε άναβαν φωτιές οι
αστραπές στα δεμάτινα στάχυα τη φώναζαν Καταιγίδα.
Στο πρώτο δάκρυ της, η μάγισσα ενηλικιώθηκε κι ήταν σημάδι αυτό πως έπρεπε να πάψει πια να παίζει με ραβδιά και παπαρούνες.
Οι μάγοι του κόσμου της μηνύσανε πως όφειλε ως μάγισσα σωστή, να γύρει
πάνω από το τσουκάλι που μαγείρευαν τα φίλτρα τους, να ρίξει μέσα του κι
αυτή τα μαγικά της, να μάθει να ανακατεύεται μαζί τους, να μπαίνει στα
καλούπια τους.
Μόνο που εκείνη δεν μπορούσε να χωρέσει τον ήλιο, το βρόχινο νερό και τα αστραπόβροντά της μέσα σε ένα κατσαρόλι που ξεχείλιζε πίσσα αντί για χρυσό. Μια νύχτα που το φεγγάρι στερήθηκε το φως του για χατήρι της, η μάγισσα αποστάτησε.
Έκοψε μια τούφα αγιόκλημα από την αυλή του σπιτιού της, έκρυψε τα αστέρια κάτω από τα προσκεφάλια των παιδιών, κι έσυρε καθώς έφευγε τη βαριά καγκελόπορτα πίσω της, σφραγίζοντας μια για πάντα την επιστροφή της στο τάγμα.
Από τότε, όποτε συναντά ανθρώπους με τετράγωνα άκρα και τσαλακωμένα χαμόγελα, τους μοιράζει λευκά χαρτάκια με τα ξόρκια της, για να λύσει τα μάγια που τους αιχμαλώτισαν στα καλούπια που υπόσχονταν χρυσάφι και τους μαύριζαν την ψυχή.
Κι αν είσαι κι εσύ ένας από αυτούς και τη χρειάζεσαι, θα τη βρεις να στέκεται πλάι στην ακροθαλασσιά τις ηλιόλουστες μέρες, να παίζει με ιππόκαμπους, γλάρους και αστερίες.
Τις νύχτες όμως να μην την ενοχλείς, έχει δουλειά πολλή.
Λένε πως γνώρισε ένα ναύτη και σε χαρτάκια κίτρινα, γράφει για εκείνον, άγραφους νόμους.
Πηγή : anapnoes.gr