Κι αν δε βρεθούμε τις γιορτές;
(Αφιερωμένο στους μαραθωνοδρόμους της αγάπης)
Σου γράφω, γιατί δεν μπορώ πλέον εύκολα να βγω να διαμαρτυρηθώ, να βγω δυνατά να φωνάξω ή να βγω στον δρόμο για να κλάψω. Τι μετακίνηση να δηλώσω; Δεν προβλέπεται. Σου γράφω, γιατί είμαι λυπημένη. Γιατί δε φταις εσύ, αλλά δε φταίω κι εγώ. Δε φταίμε εμείς που αγαπηθήκαμε σε λάθος εποχή. Άκουσα νωρίτερα ότι τις μέρες των εορτών δε θα επιτραπούν οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο. Κι όμως εμείς γι’ αυτές τις μέρες κάναμε υπομονή. Δεν τους το είπες; Περιμέναμε τις γιορτές να βρεθούμε, να αναπληρώσουμε τον χαμένο δικό μας χρόνο, να εξαργυρώσουμε τις αναμονές μας σε αγκαλιές που για μήνες έμειναν ανεπίδοτες. Περιμέναμε τόσο καιρό…
Μια σχέση διασωληνωμένη τόσους μήνες με «διαλύματα» οξυγόνου σε δόσεις. Μια σχέση που ξεκίνησε σαν εαρινή συμφωνία και εξαναγκάστηκε σε χειμερία νάρκη. Εσύ παλεύεις όλους αυτούς τους μήνες να κρατήσεις ζωντανό το άνθος της. "Πόσα φιλιά σου χρωστάω;" μου λες κάθε φορά στο τηλέφωνο. "Πολλά", σου απαντώ, "απεριόριστα", γι’ αυτό και περίμενα όσο τίποτα αυτή τη στιγμή που θα πληρωνόμουν την επιταγή μου. Έσβηνα μία-μία τις μέρες.
Ρεβεγιόν φέτος ο καθένας μόνος του με την οικογένειά του. Τι ζούμε, Θεέ μου! Για μένα, βλέπεις, δεν είσαι η οικογένειά μου. Δεν είσαι ακόμη... Είσαι μόνο ο άνθρωπός μου. Ο νόμος δεν προβλέπει εξαιρέσεις. Dura lex, sed lex, όπως έλεγαν οι Λατίνοι. Σκληρός νόμος, αλλά νόμος. Μοιάζω με ασθενή που είχε προγραμματισμένο εξιτήριο και του το ανακαλούν τελευταία στιγμή μέχρι νεωτέρας. Για τότε, να δεις, που θα ’χει πιάσει ο χιονιάς και δε θα μπορώ ούτως ή άλλως να πάρω τους δρόμους. Για τότε που θα έχει αρθεί η απαγόρευση, αλλά θα ’χει γίνει απαγορευτική για λόγους επικινδυνότητας παγετού η μετακίνηση. Ένας φαύλος κύκλος. Θα επιτρέπεται το ένα, θα δυσχεραίνεται το άλλο...
Έγινε τόσο ολιγαρκής η αγάπη μας στη χαρά, αλλά νιώθω ότι και αυτό το δικαίωμα στο λίγο τής το αμφισβητούν. Όχι, δεν το εκχωρώ σε κανέναν! Έμαθα να ζω με τα λίγα, θα μάθω και με τα λιγότερα αν χρειαστεί, αλλά δε θα μάθω ποτέ χωρίς εσένα.