Η ουτοπία μιας ελπίδας
https://to-synoro.blogspot.com/2020/05/h-elpida.html
Έψαχνε να βρει τόπο να κρυφτεί, άγονο μέρος. Την είχαν όλοι εγκαταλείψει, κι ήταν μόνη.
Ο καιρός δεν την συνέτρεχε καθόλου. Μια κρύο, μια ζέστη, μια αέρας κι η απόλυτη νύχτα. Δεν έβλεπε δρόμο, δεν έβλεπε ξέφωτο δεν έβλεπε άνθρωπο.
Κι αυτή με τους ανθρώπους είχε μάθει να ζει… και τώρα, την είχαν εγκαταλείψει όλοι.
Την έλεγαν ελπίδα κι ήταν κάπου στο μισό της ζωής της. Ούτε νέα, ούτε γριά. Ούτε όμορφη, ούτε άσχημη… Να πεις, όμως, πως περνούσε απαρατήρητη, όχι! Την ήξεραν, την αναγνώριζαν. Στην αρχή, κάποιοι της χαμογελούσαν κιόλας, της έπιαναν το χέρι την τραβούσαν κοντά τους… Κάποιοι την έβαζαν ακόμα και στα όνειρά τους. Κι ύστερα την ξεχνούσαν, την παραμελούσαν και στο τέλος την έδιωχναν.
Βαρέθηκε να περιμένει κάποιον που θα την έβαζε στο πλευρό του, που θα την φρόντιζε, θα την αγαπούσε… Κι έτσι είπε να φύγει από εκείνο το μέρος όπου σε κανέναν δεν ήταν πια χρήσιμη και να ψάξει μόνη της να βρει την αγκαλιά που χρόνια περίμενε.
Στο δρόμο παραπλανήθηκε… Και τώρα ήταν εδώ, κρυμμένη, φοβισμένη και αποδιωγμένη από ένα κόσμο που δεν την είχε ανάγκη.
Είπε να γίνει πέτρα και να κυλήσει ως το ποτάμι κι απ’ το ποτάμι να φθάσει στη θάλασσα και να γίνει βότσαλο. Όλο και σε κάποιον θ’ άρεσε ένα ολοστρόγγυλο βότσαλο με όλα τα χρώματα του ουράνιου τάξου πάνω του.
Είπε να γίνει ρίζα και να χωθεί στην γη, να απλωθεί, να γίνει δέντρο καταπράσινο και να γεμίσει καρπούς. Όλο και κάποιος πεινασμένος θα γευόταν τους χυμούς της.
Είπε να γίνει σύννεφο, να γίνει βροχή, να γίνει αέρας, να γίνει, να γίνει…
Και κουρασμένη αποκοιμήθηκε, εκεί στην ερημιά μόνη.
Και ένα όνειρο ήρθε, την σήκωσε στους ώμους του και την πήγε μακριά, πολύ μακριά… και την έβαλε δίπλα σ’ ένα μωρό, που εκείνη την στιγμή άνοιγε τα μάτια του στον κόσμο…
Και τότε κατάλαβε, ναι, είχε ακόμα μια ευκαιρία…
Γράφει η Άννα Γαλανού
Πηγή : apopseiskaieikones.blogspot.gr