Κόκκινη κλωστή ..
https://to-synoro.blogspot.com/2020/03/klosti.html?m=0
Δεσμοί αγάπης, αφοσίωσης και εμπιστοσύνης, βαμμένοι με κόκκινο χρώμα, το χρώμα της καρδιάς.
Μία ένωση πέρα της φυσικής, κάτι δυνατό που μπορεί να σε έλκει σε γνώριμα μονοπάτια πριν πολλά χρόνια, που σε ετούτη τη ζωή δεν θυμάσαι.
Ήμουν έξι ετών θυμάμαι αμυδρά, όταν ξύπνησα ένα πρωί και φορούσα στο αριστερό μου χέρι ένα κόκκινο νήμα, το έπιασα το ένιωσα αλλά εκείνο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε.
Πέρασαν χρόνια περίπου πέντε και κάπου στα έντεκα μου ακριβώς η ίδια σκηνή. Μια κόκκινη κλωστή στο χέρι μου που πάλι εξαφανίστηκε δια μαγείας.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια και κάπου στα εικοσιπέντε μου ενώ έπλενα τα χέρια μου στο νιπτήρα, μου ήρθαν εικόνες που έχω ζήσει αλλά δεν τις γνώριζα.
Την ώρα που κοιταζόμουν στον καθρέφτη, πιάνω στο αριστερό μου χέρι, ενώ δεν φορούσα τίποτα, μια κόκκινη κλωστή περασμένη στον καρπό μου, αλλά μόνο για μια στιγμή.
Άλλη φορά δεν την ξαναείδα.
Στα τριάντα μου πλέον, καλεσμένος σε μια παρουσίαση βιβλίου ποιητικής συλλογής στην Αθήνα, πήρα το βιβλίο των συμμετεχόντων και όπως το ξεφύλλιζα, είδα την ίδια κόκκινη κλωστή στο βιογραφικό μιας κοπέλας στιγμιαία.
Σταμάτησα στη σελίδα και κοιτούσα τη φωτογραφία της. Τόσο οικείο και αγαπημένο πρόσωπο, που ένιωσα τόση ευφορία μέσα μου και μια απίστευτη χαρά προσμονής λες και την περίμενα χρόνια, μα άγνωστη όμως στην πραγματικότητα.
Ρώτησα τους υπεύθυνους του εκδοτικού, αν είναι εκεί η κοπέλα και μου απάντησαν ότι δεν την γνώριζαν προσωπικά, απλά είχε στείλει κάποια ποιήματά της να εκδοθούν.
Κοιτούσα συνέχεια προς την είσοδο μήπως έρθει, άδικα περίμενα να φανεί στην αίθουσα η κοπέλα που συμμετείχε στην συλλογή τελικά. Τελείωσε η παρουσίαση και έφυγα απογοητευμένος. Δεν την είδα, τα ποιήματα της τα απήγγειλαν άλλοι στη θέση της.
Αγόρασα το βιβλίο και έφυγα για το σπίτι μου.
~ ~ ~
Η Αμίλ καθόταν ώρες στο παράθυρο που κοιτούσε στο δρόμο. Το σώμα της κουραζόταν πάνω στο αναπηρικό αμαξίδιο αλλά το πνεύμα της ποτέ. Είχε συνηθίσει τη μοναξιά της και δεν την πείραζε, ίσα ίσα της άρεσε να ονειρεύεται και να ταξιδεύει με το μυαλό της, αφού πια με το σώμα της ήταν αδύνατο.
Ξαφνικά το τηλέφωνο χτύπησε, ήταν ο υπεύθυνος από τον εκδοτικό οίκο. Ήθελε να της στείλει ταχυδρομικώς τα βιβλία που χάριζε δωρεάν ο οίκος στους συμμετέχοντες συγγραφείς. Ρωτούσε τη διεύθυνση του σπιτιού της και αφού τη συνεχάρη για τη συνεργασία της είπε ότι θα τα έστελνε με κάποια ιδιωτική εταιρεία ταχυδρομική.
Η Αμίλ χάρηκε που επιτέλους θα κρατούσε στα χέρια της το δικό της Ανθολόγιο με τα ποιήματά της. Έγραφε από μικρή, μα ειδικά από τότε που ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο της, της κατέστρεψε τη σπονδυλική στήλη και την άφησε ανάπηρη. Όμως δεν είχε ποτέ το θάρρος να τα στείλει σε μια Ποιητική συλλογή. Ήταν το καλλιτεχνικό καμάρι της οικογένειας και μάλιστα πριν από το ατύχημα είχε πάρει και ένα βραβείο σε διαγωνισμό Ποίησης. Και αυτό το κατάφερε με πίεση από τον πατέρα της, που πάντοτε πίστευε στις συγγραφικές ικανότητες της κόρης του.
Τώρα πια για την Αμίλ, όλα τα όνειρα είχαν σταματήσει στο βροχερό εκείνο βράδυ που ο δρόμος γλιστρούσε και εκείνος ο οδηγός της νταλίκας είχε περάσει στο αντίθετο ρεύμα.
Το σώμα της βρέθηκε πεταμένο δέκα περίπου μέτρα έξω από το αυτοκίνητο. Το ασθενοφόρο την μετέφερε στο νοσοκομείο όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά η σπονδυλική της στήλη, και ο ένας πνεύμονας, είχαν υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Έτσι μετά από εννιά περίπου ώρες μέσα στο χειρουργείο, κατάφεραν να σώσουν τη ζωή της αλλά κανένας ποτέ δεν θα καμάρωνε πια το νεανικό της περπάτημα, αν και ο γιατρός της είχε πει ότι κάποια στιγμή θα μπορεί να σηκώνεται, όχι όμως για πολλά πράγματα.
Στα εικοσιπέντε της χρόνια η ζωή της επιφύλασσε την πιο δυσάρεστη έκπληξη.
Στην εντατική έμεινε τριάντα περίπου μέρες, πάλεψε γενναία για τη ζωή της. Όταν πήγε στο δωμάτιο και είχε βρει τις αισθήσεις της, θα ορκιζόταν, πως τα μαλλιά της τα είχε λυτά μέσα στο αμάξι την ώρα του ατυχήματος. Ωστόσο, βρέθηκε με τα μαλλιά της πιασμένα σφιχτά πίσω από τα αυτιά, δεμένα με μια κόκκινη κορδέλα, περασμένη πολλές φορές γύρω γύρω από τις κάστανές της μπούκλες.
Κανένας δεν κατάλαβε που βρήκε αυτή την κόκκινη λεπτή κορδέλα η Αμίλ τη μέρα του ατυχήματος, αλλά ούτε και η ίδια θυμόταν τίποτα.
Πέντε χρόνια τώρα, όσες φορές και να έφερε στο μυαλό της το πρωινό εκείνο που έφυγε εκδρομή, θα ορκιζόταν πως τα μαλλιά της τα χτένισε και τα άφησε λυτά.
Από τότε κράτησε για πάντα αυτή την κορδέλα στο συρτάρι της, χωρίς να μπορέσει να δώσει ποτέ μια εξήγηση στον εαυτό της.
Στο δρόμο για την δουλειά, σταμάτησα ανόρεχτα για έναν καφέ μιας και σήμερα οι παραδώσεις στην εταιρία που είχα ήταν πολλές και έπρεπε να δουλέψω μέχρι αργά.
Φτάνοντας καλημέρισα τα παιδιά και μπαίνοντας στο γραφείο μου, είδα με την άκρη του ματιού μου την επωνυμία του εκδοτικού οίκου που είχα πάει τις προάλλες. Σταμάτησα και έπιασα στα χέρια μου τον χοντρό φάκελο διαβάζοντας απ’ έξω το όνομα της κοπέλας, εκείνης που δεν ήρθε ποτέ στην παρουσίαση του Ανθολογίου της.
Της έστελναν βιβλία σκέφτηκα και άρπαξα το φάκελο λέγοντας στους υπόλοιπους, πως αυτό θα το παραδώσω ο ίδιος στον αποστολέα του.
»
Είστε σίγουρος κύριε Μάριε;», με ρώτησαν όλο απορία.
«Ναι είμαι σίγουρος, αυτό πρέπει να το παραδώσω ο ίδιος», είπα όλο χαρά και βγήκα στο δρόμο.
Είχα ενθουσιαστεί στην ιδέα ότι θα έβλεπα από κοντά την κοπέλα αυτή της φωτογραφίας. Ένιωθα σαν να πήγαινα να συναντήσω το πεπρωμένο μου. Σαν να έπρεπε εκείνη την ώρα, εκείνη τη στιγμή να βρω αυτήν την άλλη ψυχή που με καλούσε κοντά της.
Έτρεχα λίγο με την μηχανή, ξέροντας την περιοχή και γνωρίζοντας πολύ καλά τους δρόμους λόγω της δουλειάς μου.
Φτάνοντας στο διώροφο σπίτι στην άκρη του δρόμου, πάρκαρα, έστρωσα λίγο με το χέρι τα μαλλιά μου γιατί είχα την κόμμωση του κράνους, ίσιωσα λίγο τα ρούχα μου και χτύπησα το κουδούνι.
Μία λεπτή, ψηλή κοπέλα που έμοιαζε πολύ με εκείνη της φωτογραφίας μου άνοιξε την πόρτα.
«Καλημέρα σας, τί θα θέλατε;» με ρώτησε πολύ ευγενικά.
» Ψάχνω την Αμίλ, έχω να της παραδώσω τα βιβλία της», της είπα όλο χαρά.
«Δυστυχώς η αδελφή μου είναι εδώ και μέρες στο νοσοκομείο», μου απάντησε και τα μάτια της σκοτείνιασαν. Χρωστάω κάτι γιατί πρέπει να πάω στο νοσοκομείο;
«Λυπάμαι πολύ, είναι πληρωμένα όλα της είπα και τη συνόδευσα στη θλίψη της. Είναι κάτι σοβαρό; » ρώτησα όλο αγωνία.
«Χρειάζεται οπωσδήποτε αίμα, αλλά είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί δότης. Η αδελφή μου έχει ομάδα αίματος ρέζους αρνητικό, πρέπει να φύγω, συγγνώμη μου είπε».
Έφυγα δίνοντας τα βιβλία στην αδελφή της και περίμενα να ξεκινήσει να την ακολουθήσω να μάθω σε ποιό νοσοκομείο νοσηλευόταν η Αμίλ.
Φτάνοντας στο νοσοκομείο έψαξα το τσαντάκι μου να βρω την κάρτα αιμοδότη, όχι την τύχη μου, ήμουν σίγουρος ότι την είχα μαζί μου.
Έτρεξα γρήγορα στο σπίτι μου, έψαχνα το συρτάρι μου, ξέροντας πολύ καλά τί ήθελα να κάνω.
Την ώρα που έψαχνα ανάμεσα στα χαρτιά μου, βρήκα την κάρτα αιμοδότη μου, με τη σπάνια ομάδα ρέζους αρνητικό, μια κόκκινη κλωστή μπερδεύτηκε στα δάχτυλά μου.
Αυτή τη φορά δεν αναρωτήθηκα τίποτα. Ήξερα.
Έκλεισα στη χούφτα μου την κάρτα με την κόκκινη κλωστή και έβαλα μπρος τη μηχανή.
Μέσα στην τυχερή μου μέρα ήρθε και έδεσε και η καταρρακτώδης βροχή. Έφτασα στο νοσοκομείο βρεγμένος ως το κόκκαλο, τρέχω στην αιμοληψία δίνω την κάρτα μου και τους εξηγώ σε ποιόν πάει η αιμοδοσία μου.
Επέστρεψα σπίτι και βάζοντας το χέρι στην τσέπη να βγάλω την κάρτα έβγαλα και την κλωστή που έβλεπα από μικρό παιδί, η οποία ήταν μια λεπτή κορδέλα που έσφιξα στη γροθιά μου λέγοντας «μακάρι να πάνε όλα καλά Παναγία μου, βοήθησέ την», κι αποκοιμήθηκα στον καναπέ.
Οι επόμενες ημέρες τόσο στο σπίτι όσο και στη δουλειά ήταν τόσο κενές, ήθελα τόσο πολύ να μάθω νέα για εκείνη αλλά ένας άγνωστος από το πουθενά πώς να μπλεχτώ στη ζωή της;
~ ~ ~
Άνοιξα τα μάτια μου κι όλα ήταν θολά, τί ημέρα είχαμε, τί εποχή είχαμε δεν θυμόμουν τίποτα, ξύπνησα με μια ανησυχία ποίος ήταν ο δότης που μου χάρισε ζωή για λίγο ακόμη; Έβαλα την Αθανασία την αδερφή μου να ψάξει και βρήκε ονοματεπώνυμο οδό και αριθμό, ακόμη και κινητό τηλέφωνο.
Ένιωθα να ορίζω τα πόδια μου το βράδυ και να τα κουνώ, λέω δεν είναι δυνατόν μέσα μου, δεν μπορεί και από τη χαρά μου δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ. Το πρωί μόλις ήρθε η αδερφή μου της λέω κοίτα, τραβάω το σεντόνι και της κούνησα τα πόδια, από το ουρλιαχτό της μαζεύτηκαν όλες οι νοσοκόμες του ορόφου οι οποίες έτρεξαν οι κοπέλες και μας βρήκαν αγκαλιά να κλαίμε επάνω στο κρεβάτι.
~ ~ ~
Πέρασε τόσος καιρός, ούτε στο γραφείο τις τελευταίες ημέρες δεν είχα κουράγιο να πάω, είπα στα παιδιά ότι ήμουν κρυωμένος και θα καθόμουνα να ξεκουραστώ. Δεν με κρατούσε όμως τίποτα ήσυχο, ντύθηκα στολίστηκα και αποφάσισα να πάω να τη δω στο νοσοκομείο.
Ούτε θυμάμαι πως έφτασα ενώ σε όλη την διαδρομή έκανα πρόβα πως θα συστηθώ και από που τη γνωρίζω. Πάω στη ρεσεψιόν, γειά σας λέω μια πληροφορία θα ήθελα, σε ποιόν όροφο βρίσκεται η κυρία Αμίλ Χρ.; Μισό λεπτό κύριε να δω τις καταστάσεις μου, δεν βρίσκω αυτό το όνομα κύριε, μου είπε, δεν μπορεί λέω είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας, πριν δύο βδομάδες είχα έρθει και της έδωσα αίμα, δεν γνωρίζω μου απάντησε, εδώ πάντως δεν είναι.
Τί να απέγινε σκεφτόμουν καθώς γυρνούσα στο μηχανάκι, λες να πέθανε σκεφτόμουν κι όλα σκοτείνιασαν γύρω μου. Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό μου, άγνωστο νούμερο, το βάζω στην τσέπη, ανεβαίνω στο μηχανάκι και ξαναχτυπάει το τηλέφωνο, το ίδιο άγνωστο νούμερο, δεν με παρατάτε όλοι σας λέω εγώ και πήρα το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.
Την επόμενη το πρωί πήρα την κορδελίτσα μου και αποφασισμένος ξεκίνησα με προορισμό το σπίτι της. Μόλις έφτασα έξω από την οικία της δεν κυλούσε το αίμα στις φλέβες μου, είχα παγώσει έξω από την κλειστή καγκελόπορτα. Πετάχτηκα στον ήχο του κινητού, το βγάζω από την τσέπη και περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, πάλι ο άγνωστος αριθμός, παρακαλώ λέω και ακούω στην απέναντι γραμμή κύριε Μάριε, η Αμίλ είμαι που με βοηθήσατε δίνοντας μου αίμα.
Όταν η βαριά πόρτα του σπιτιού άνοιξε και ο Μάριος στάθηκε απέναντι της να την κοιτάζει, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να βρει κάτι σωστό να πει. Θεέ μου σκέφτηκε, πόσο όμορφη ήταν.
Εκείνη χαμογελαστή, λαμπερή και με μια αθωότητα σχεδόν παραμυθένια, του έδωσε το χέρι της, λέγοντας του το όνομά της. Όλα αυτά, λίγο πριν η Αμίλ χάσει την ισορροπία της και ενώ ήταν έτοιμη να καταρρεύσει, ο Μάριος την πήρε αγκαλιά και τη μετέφερε μέσα.
Η Αθανασία του εξήγησε την κατάσταση της αδελφής της, προσφέροντάς του έναν καφέ, ενώ έβαλε την Αμίλ να ξαπλώσει. Του είπε, ότι μπορούσε για πολύ λίγο να σταθεί όρθια και σήμερα η Αμίλ είχε εξαντλήσει τα περιθώρια για χάρη του. Ήθελε να πάει εκείνη να ανοίξει στο Μάριο. Ήταν από την ώρα που μιλήσανε στο τηλέφωνο ενθουσιασμένη.
~ ~ ~
Οι μήνες περνούσαν με καθημερινές φυσιοθεραπείες το πρωί και βόλτες στη θάλασσα το απόγευμα. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος είχε μηδενιστεί για την Αμίλ και το Μάριο. Η αγάπη που τους έδενε ήταν τόσο δυνατή, που ούτε ο πιο γερός άνεμος δεν θα μπορούσε να την γκρεμίσει.
Τα πόδια της Αμίλ είχαν αρχίσει και ξυπνούσαν κάθε μέρα πιο πολύ, λογικό ήταν, αφού στην άλλη μεριά του δωματίου που έκανε τις θεραπείες περίμενε εκείνος. Τρία βήματα κάθε φορά έπρεπε να κάνει; Πέντε έκανε εκείνη. Το πείσμα της και η επιμονή της είχαν επιβραβευτεί και ο έρωτας της είχε ευεργετικές ικανότητες.
Ο Μάριος είχε σχεδόν αφιερώσει όλη τη μέρα του σε εκείνη.
Δεν θα την άφηνε ποτέ μόνη της, της το είχε υποσχεθεί, ένα από εκείνα τα βράδια που ξάπλωναν δίπλα στο μεγάλο τζάκι και κοίταζαν ο ένας τον άλλον για ώρες.
~ ~ ~
Σιγά σιγά ο ήλιος είχε παραδώσει το κίτρινο χρώμα του στη δύση.
Αρχές Μαΐου και έκανε μια περίεργη ζέστη. Το εξωκλήσι ήταν στολισμένο μόνο με άσπρες τουλίπες, όπως άρεσε στην Αμίλ. Τα μαλλιά της επίσης στολισμένα με άσπρα μικρά λουλουδάκια, έδειχνε τόσο μαγικά όμορφη, που κάθε άλλο στολίδι πάνω της θα ντρεπόταν.
Η ώρα περνούσε και ήταν η τρίτη φορά που ο πατέρας της έκανε τον γύρω του δρόμου πίσω από το εξωκλήσι. Εκείνη πίσω στο αυτοκίνητο έπαιζε λίγο νευρικά τα δάχτυλά της, σιγοτραγουδώντας το αγαπημένο τραγούδι του Μάριου.
Παρακάλεσε τον πατέρα της να σταματήσει στα σκαλιά της εκκλησίας. Εκείνος έτρεξε να τη βοηθήσει να βγει και να σταθεί όρθια δίνοντάς της το μπράτσο του.
Μπόρεσε να ανέβει τα λιγοστά σκαλιά της εκκλησίας αν και δεν ένιωθε πολύ καλά. Ο Μάριος έπρεπε να είναι εκεί τώρα. Αντί για εκείνον στο πλατύσκαλο ήταν ο ιερέας που τη βοήθησε και εκείνος να κάτσει σε μια καρέκλα. Της είπε να μην ανησυχεί και ότι σίγουρα ο καλός της θα φανεί από ώρα σε ώρα.
Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν ξαφνικά, τα κοίταξε και είδε απορημένη μια κόκκινη κλωστή περασμένη στα δάχτυλά της.
Όχι Θεέ μου.. Αναφώνησε.
Ένα περίεργο συναίσθημα την πλημμύρισε, μια λύπη καρφώθηκε μέσα της. Ήξερε πως η μοίρα, της εμφανίστηκε πάλι μπροστά, αλλά αυτή τη φορά δεν θα ήταν για καλό.
Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα όμορφα της μάτια. Ήταν σίγουρη ότι κάτι κακό συνέβαινε αυτή τη φορά.
Είχε σκοτεινιάσει πια όταν έφτασε το ασθενοφόρο στον τόπο του δυστυχήματος. Η μηχανή του Μάριου είχε συγκρουστεί με ένα φορτηγό, του οποίου ο οδηγός είχε χάσει τις αισθήσεις.
Οι διασώστες καταβεβλημένοι μετά από ώρα κουνούσαν το κεφάλι τους απογοητευτικά.
Δεν μπόρεσαν να τον σώσουν παρά τις προσπάθειες που έκαναν πολύ ώρα.
Η καρδιά του έπαψε να χτυπά στις 7.52
Τί περίεργο..
Σε οκτώ λεπτά, θα ένωναν με την Αμίλ τη ζωή τους για πάντα.
Σε οκτώ λεπτά από τώρα η Αμίλ θα μάθαινε το φοβερό νέο.
Οκτώ μήνες ήταν μαζί αχώριστοι, μα χρειάστηκαν μόνο οκτώ λεπτά, που ο έρωτάς τους θα ανήκε πια στην αιωνιότητα.
Πάνω στη μηχανή βρήκανε μια ανθοδέσμη που την είχε στεριώσει ο Μάριος με μια κόκκινη κλωστή.
Έγραφε σε κάρτα, τα λόγια που της είχε υποσχεθεί εκείνο το βράδυ δίπλα στο τζάκι.
» Δεν θα σε αφήσω μόνη σου ποτέ. Στο υπόσχομαι.»
Σε οκτώ μήνες, η Αμίλ γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι.
Τον Μάριο!
Μπέττυ Κούτσιου ❤️ Themis Galanakos
Φωτογραφία: Giota Tota Pocahodas
— μαζί με Μπέττυ Κούτσιου, Viki Mpoumpagiatzoglou και Themis Galanakos