Γιαννούλης Χαλεπάς: ο Έλληνας Ροντέν – ο Έλληνας Βαν Γκόγκ
Καθώς έκανα την έρευνα μου για τον Γιαννούλη Χαλεπά, ένοιωσα να ξεδιπλώνεται μπροστά μου μια ταλαίπωρη – χαλεπή ζωή που η αγωνία της καθ...
https://to-synoro.blogspot.com/2019/05/politismos.html
Καθώς έκανα την έρευνα μου για τον Γιαννούλη Χαλεπά, ένοιωσα να ξεδιπλώνεται μπροστά μου μια ταλαίπωρη – χαλεπή ζωή που η αγωνία της καθημερινότητας του να με συγκλονίζει.
Μελέτησα πολλά κείμενα που έχουν γραφτεί για αυτόν, άκουσα ομιλίες και η ζωή του είναι σαν να πέρασε ολόκληρη από μπροστά μου ζωντανή σαν κινηματογραφική ταινία. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς μίλησε στην ψυχή μου.
Με συνεπήρε και με ενθουσίασε με τρόπο αθόρυβο, εσωτερικό. Περπάτησα στον δρόμο του με βήματα αργά για να προλαβαίνει η καρδιά να συμπάσχει, να νοιώθει. να κατανοεί, να αγαπάει. Με ενέπνεε κάτι το αδιόρατο. Σίγουρα δεν ήταν η φήμη του μεγάλου γλύπτη, ούτε οι φημισμένοι που μιλούσαν γι ‘αυτόν.
Ήταν το έργο του αλλά και οι ταλαιπωρίες της ζωής του που τον ξεπερνούσαν σαν άνθρωπο και τον γονάτιζαν. Όπως ξεπερνούν κάθε καλλιτεχνική ψυχή και την γονατίζουν. Γονάτισα και εγώ μαζί του για να τον νιώσω από το ύψος των περιστάσεων του. «Δεν μπορεί κανείς να καταλάβει το έργο αν δεν γνωρίσει τον καλλιτέχνη», μας λέει ο Νίτσε.
Γιαννούλης Χαλεπάς: ο Έλληνας Ροντέν – ο Έλληνας Βαν Γκόγκ
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, ανήμερα της Παναγίας, στις 14 Αυγούστου του 1851. Όταν ο Βαν Γκόγκ ήταν μόλις 2 χρονών. Η σύνδεση που κάνω δεν είναι τυχαία.
Ο Γιαννούλης ήταν το πρώτο παιδί από τα πέντε της οικογένειας. Ο πατέρας του Γιάννης, έδωσε στον γιό του το όνομα του για να τον κάνει την συνέχεια της δικής του ζωής. Τον ήθελε υπάλληλο στην πολύ μεγάλη και επιτυχημένη επιχείρηση του. Ήταν μαρμαρογλύπτης, πάππου προς πάππου. Από τους πιο φημισμένους!
Μαζί με τον αδελφό του, ο Γιάννης Χαλεπάς, είχαν επεκτείνει την επιχείρηση τους με παραρτήματα στον Πειραιά, στην Σμύρνη μας (ας μην ξεχνάμε τί άνθιση είχε εκείνη την εποχή η Σμύρνη με τους έλληνες πριν την καταστροφή της) αλλά και στο Βουκουρέστι, όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν πολύ ζωντανό και εκεί!
Έτσι ο Γιαννούλης μεγάλωνε μέσα σε ένα περιβάλλον με μάρμαρα, με σκόνη, με πηλό. Ήξερε πώς δουλεύεται το υλικό σχεδόν εκ γενετής και αυτό στα μάτια του πατέρα του τον προετοίμαζε για διάδοχο του.
Υπάρχει και ένα περιστατικό που αναφέρει ο Παπαδημητρίου στο βιβλίο του για τον Χαλεπά όπου όντας στην εφηβεία του, δεκαπεντάχρονος ο Γιαννούλης, και ενώ δούλευε με πείσμα και πυρετωδώς για καιρό ένα κωδωνοστάσιο στην ηλιόλουστη κυκλαδίτικη αυλή του όμορφου οικογενειακού σπιτιού του, όταν πια το ολοκλήρωσε, ρώτησε την θεία του πώς της φαινόταν.
Εκείνη δεν είχε ιδέα ότι ο έφηβος ανιψιός της χρειαζόταν τουλάχιστον την αναγνώριση των κόπων του και αποκρίνεται πως «Δεν αξίζει σχεδόν τίποτα»!! Του έλιωσε την αυτοπεποίθηση του. Αρπάζει τον κόπο του και τον κάνει «χίλια κομμάτια», αφήνοντας την θεία του άναυδη. Αυτή βέβαια δεν κατάλαβε πόσο είχε συμβάλλει στην αντίδραση του.
Πολύ πιθανόν να ερμήνευσε την πράξη του σαν τρελή παραξενιά και στοιχείο αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς. Πολλές φορές από άγνοια κάνουμε ανεπανόρθωτο κακό. Στην συνέχεια αυτό ενισχύθηκε και από άλλες ανάλογες συμπεριφορές από τα πιο κοντινά του πρόσωπα που θα περίμενε κανείς ψυχολογική και πρακτική ενίσχυση στις επιδόσεις και την κλίση ενός παιδιού.
Πολύ γρήγορα θα έρθει η μεγάλη ρήξη του Γιαννούλη με τα όνειρα του πατέρα του. Ο Γιαννούλης πηγαίνει στο δημοτικό και στην πρώτη τάξη του σχολαρχείου. Όλα έτοιμα για να γίνει ο υπάλληλος της επιχείρησης του πατέρα του. Ο Γιαννούλης όμως αρνείται. Σύγκρουση και αναστάτωση στην οικογένεια. Επικρατεί ο Γιαννούλης και τελικά, το 1869 ξεσηκώνεται όλη η οικογένεια και πηγαίνει στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Γλυπτική στο Πολυτεχνείο. Δάσκαλος του ο Λεωνίδας Δρόσης. Αποφοίτησε με άριστα το 1872.
Χαλεπάς «Το παραμύθι της Πεντάμορφης»
Χαλεπάς «Το παραμύθι της Πεντάμορφης»
Χαλεπάς «Μ. Αλέξανδρος»
Το 1873, με υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας της Τήνου, πηγαίνει στο Μόναχο και σπουδάζει εκεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Είναι η εποχή που στην τέχνη επικρατεί ο κλασικισμός της αρχαίας Ελλάδας!
Δάσκαλος του ο δεξιοτέχνης κλασικιστής Μάξ Βον Βίντμαν (Max Von Ritter Windmann). Αρδεύει από τις κλασικές πηγές της γλυπτικής τέχνης με τα χαρακτηριστικά της ισορροπίας, της ηρεμίας, του μέτρου. Τα έργα του είχαν μια αναπάντεχη ωριμότητα.
Στο Ά έτος παίρνει το Ά βραβείο γλυπτικής για το έργο του «Παραμύθι της πεντάμορφης». Ανάμεσα σε αυτό του το έργο είχαν εκτεθεί και άλλα δικά του, όπως «Μ. Αλέξανδρος», «Κεφαλή Αθηνάς», «Αριάδνη κοιμώμενη», «Δάντης και Βεατρίκη», «Γαλακτοπώλης», «Μήδεια» κ.α. Όλα δείχνουν ένα λαμπρό μέλλον!!
Επίσης, το 1875, τα έργα του «Ο σάτυρος που παίζει με τον έρωτα» και το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας» παρουσιάζονται στην έκθεση των Αθηνών και εντυπωσιάζουν! Η «Φιλοστοργία» είχε πρότυπο το Arapacis απο τον βωμό της Ειρήνης του Οκταβιανού.
Γιαννούλης Χαλεπάς «Φιλοστοργία»
Γιαννούλης Χαλεπάς «Φιλοστοργία»
Ανάγλυφο που διακοσμούσε το Βωμό της Ειρήνης (Ara Pacis) στη Ρώμη
Άλλη μια συμμετοχή του Γιαννούλη σε ανάλογο διαγωνισμό στη σχολή του στο Μόναχο με το θέμα του έργου να είναι ο «Οιδίποδας επι Κολωνώ», έργο που χάθηκε και δέχθηκε τα εύγε της κριτικής επιτροπής. Το βραβείο ήξερε πως δεν θα μπορούσε να του απονεμηθεί μια και συμμετείχε σε διαγωνισμό που αφορούσε μαθητές ανωτέρων τάξεων.
Αντιμετωπίζοντας πάντα με σοβαρότητα τη δουλειά του, έβαζε τον εαυτό του στην αρένα του αγώνα και ξεχώριζε στην αντίληψη των καθηγητών του και εδραιωνόταν μέσα από αυτό που ήθελε η αισθητική που επικρατούσε.
Δούλευε σκληρά και μεθοδικά για να κερδίσει στον τομέα της τέχνης του την αποδοχή που προφανώς του είχε λείψει μέσα στο αυταρχικό περιβάλλον που ήταν το σύνηθες της εποχής του. Τότε ακόμη και στον τομέας της τέχνης που είναι κατεξοχήν συνώνυμος της ελεύθερης έκφρασης, επικρατούσε ο δεσποτισμός του κλασικισμού.
Ο Γιαννούλης όμως προτίμησε να ευθυγραμμιστεί με αυτό, παρά στους άλλους τομείς της ζωής του. Ο Βιτσάρης, ένας άλλος καλλιτέχνης σύγχρονος του Γιαννούλη, θέλοντας να εκφραστεί προσωπικά, απομακρυσμένος από τον κλασικισμό, δέχθηκε χείριστες κριτικές που τον χαντάκωσαν.
Χαλεπάς «Προσευχόμενη»
Μελετώντας τον Χαλεπά, αισθάνομαι ότι έκανε έναν αγώνα δρόμου να προλάβει τον χρόνο! Δούλευε συνεχώς και ασταμάτητα μέχρι να καταρρεύσει από αυτόν τον άνισο αγώνα. Αυτοί ήταν οι ρυθμοί του. Εξαντλητικοί. Λάτρευε την μάθηση και της αφοσιωνόταν.
Ξαφνικά, σταματά η υποτροφία του.
Τέλος οι σπουδές του, τέλος η σειρά, η τάξη που είχε στη ζωή του, τέλος η εκεί μάθηση. Το σοκ ισχυρό. Η ψυχή του άρχισε να κλονίζεται.
Στο δοκίμιο της η Λήδα Καζαντζάκη γράφει « Υποθέτουμε ο άλλος καλλιτέχνης που πήρε τη θέση του Χαλεπά, διέθετε τα προσόντα που απαιτούνται σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτά δεν αντισταθμίζονται ούτε με βραβεία, ούτε με επαίνους ξένων καθηγητών, όσο φημισμένοι και αν είναι. Έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα τότε, έτσι λειτουργούν ακόμη και τώρα. Σε αυτό δεν έχουν αλλάξει ακόμα πολλά».
Γιαννούλης Χαλεπάς «Άγγελος»
Δεν ξέρω αν η Λήδα Καζαντζάκη αυτό που είπε το είπε για να το επιδοκιμάσει ή να το αποδοκιμάσει. Δεν ξέρουμε όμως αν αυτά ήταν τα πραγματικά κριτήρια της διακοπής της υποτροφίας ή ήταν μόνον το πρόσχημα και ο πατέρας του είχε κανονίσει έτσι για να σταματήσει η υποτροφία του.
Μέχρι να επιστρέψει στην Αθήνα, ο Γιαννούλης έζησε σε έντονη στέρηση ακόμα και από τα βασικά. Σε μια συνέντευξη του τότε φίλου του Γ. Κωνσταντινίδη στην εφημερίδα «Αθήναι» (27-1-1915) λέει πως αφού δεν είχαν κανένα πόρο έτρωγε με τον Χαλεπά σε φθηνά εστιατόρια «φαγητά δυσκολοχώνευτα δια να μην έχωμεν ανάγκη πολλή τροφής».
Παρόλα αυτά, το 1876 θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα τον υποδεχθούν σαν τον νέο έλληνα Ροντέν. Θα δεχθεί πολλές παραγγελίες και θα δουλεύει σχεδόν 20 ώρες την ημέρα. Το εργαστήρι του ήταν αρχικά κοντά στο Σύνταγμα και έπειτα στη οδό Μαυρομιχάλη.
Ο Γιαννούλης ήταν πολύ γνωστός στο κοινό της Αθήνας λόγω του τύπου που παρακολουθούσε την καλλιτεχνική του πορεία, αναδημοσιεύοντας τις ιδιαίτερα θετικές κριτικές των γερμανικών εφημερίδων για τα έργα του.
Η Βαυαροκρατία στην Ελλάδα ήθελε να εξαλείψει τα όποια ανατολίτικα στοιχεία που είχαν οι έλληνες και έδιναν το μήνυμα πως όποιος συνταυτιστεί με τα αιτήματα της θα έχει μέλλον. Αυτό το μήνυμα είχε περάσει παντού. Ο Χαλεπάς συνταυτίστηκε για να υπάρξει. Το ενδιαφέρον του, η αγωνία του ήταν να αναγνωριστεί, να εδραιωθεί.
Η αγορά στην Ελλάδα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και ο ανταγωνισμός τεράστιος. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους; Το κράτος χρειαζόταν πόρους για να ζήσει.
Την τέχνη θα στήριζε; Κάτι που συνεχίζεται σαν έθιμο πια! Ο Γιαννούλης ήξερε πως χάνοντας αυτή την υποτροφία, έχασε και την δυνατότητα να δουλέψει στο εξωτερικό με καλύτερες συνθήκες. Γι’ αυτό προσπάθησε να ξαναπάρει άλλη μια υποτροφία για την Ιταλία αυτή τη φορά, αλλά μάταια. Εκείνη την εποχή, στην Αθήνα, θα φιλοτεχνήσει κυρίως επιτύμβια γλυπτά, όπως τους πολύ όμορφους Αγγέλους κτλ.
Όμως, το όνομα του πολύ σπάνια θα αναφέρεται πια στις εφημερίδες. Και ήταν αναμενόμενο αφού οι πολλές δημοσιεύσεις ήταν αναδημοσιεύσεις από τις επιτυχίες ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό. Και όμως, ο Γιαννούλης κατάφερε να απασχολήσει τους τεχνοκριτικούς με το έργο του Μήδεια το 1876. Γράφουν για αυτόν: «Ενότης περι την έκφρασιν, εγκρατής ζωηρότης, ικανή ψυχολογική μελέτη και αίσθημα πολύ χαρακτηρίζουσι το έργον.. αδικία θα ήτο αν δεν υπερασπίζετο γενναίως».
Και ενώ ο Χαλεπάς μας δίνει την αίσθηση ότι είναι δοσμένος στην τέχνη του με τον τρόπο που του ζητούν οι άλλοι, συγκρατώντας την δική του επιθυμία για πραγματική έκφραση, ξαφνικά εμφανίζεται να βάζει τον εαυτό του μέσα στο έργο.
Χαλεπάς «Άγγελος»
Εξακολουθούσε τον νεοκλασικισμό που επικρατούσε αλλά οι εκφράσεις του έργου είχαν την δική του ψυχή. Έμοιαζε να ταυτίζεται με ότι του ζητούσαν σε γενικές γραμμές που ήταν έξω από αυτόν, αλλά η ένταση του ήταν τόσο μεγάλη που έδινε μια εσωτερικότητα στο έργο που μιλούσε. Έβαζε πολύ από τον εαυτό του στην έκφραση, στην εσωτερικότητα, στην ψυχή του έργου.
Γι αυτό, ο Τηνιακός βουλευτής Μαυρομαράς του είχε πει: «Πάντοτε Γιαννούλη εννοείς να είσαι ιδιόρρυθμος στο έργο σου. Δεν εννοείς ή δεν θέλεις να υπολογίσεις τους τύπους»! Όπως φαίνεται κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει στον τρόπο έκφρασης των έργων του Γιαννούλη.
Σοφία Αφεντάκη, η Κοιμωμένη του Χαλεπά
Ξανακάνει το Σάτυρο που παίζει με τον έρωτα και αρχίσει να δουλεύει το διασημότερο γλυπτό του: «Η κοιμωμένη» Πρόκειται για τη Σοφία Αφεντάκη, από την Κίμωλο, ένα νεαρό κορίτσι που έχασε τη ζωή του από φυματίωση. Αυτό το έργο είναι το πρώτο μετά την απελευθέρωση μας από τους τούρκους που αντιμετωπίζει κλινικά το θέμα του θανάτου.
«Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα» εκτέθηκε στη Διεθνή Έκθεση Τέχνης στο Παρίσι. Έργο που ήθελε να αγοράσει ο βασιλιάς Γεώργιος αλλά τελικά αγόρασε ένας τραπεζίτης. Αυτό το θέμα απασχόλησε πολύ τον Χαλεπά στη ζωή του. Θα το φτιάξει άλλες 11 φορές!
Έργο Χαλεπά «Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα» 1877
Τι συμβολίζουν αυτές οι μορφές; Ο Σάτυρος συμβόλιζε την εσωτερική δύναμη των ανθρώπων έξω από τα κοινωνικά παραδεκτά όρια και ο μικρός Έρωτας μια άλλη δύναμη που φέρνει αναταραχή στην ψυχή! Είναι η θεία αλλά και θηριώδης πλευρά, κατά τον Πλάτωνα.
Το έργο αποδίδει τη στιγμή του μεταιχμίου όπου ο Σάτυρος φαίνεται να θέλει να εμπαίξει με σαδισμό τον Έρωτα, στερώντας του τελικά τα σταφύλια που του τάζει. Ο Σάτυρος μοιάζει να είναι από θέση ισχύος. Είναι όμως; Γιατί όταν ο Έρωτας καταλάβει τον εμπαιγμό, οι αντιδράσεις του μπορεί να ανατρέψουν την ιστορία μια και κατά τους αρχαίους, ο Έρωτας είναι θεός πολύ μεγάλης ισχύος!
Το ερώτημα που βάζει ο Χαλεπάς σε αυτό το έργο είναι, συνειδητά ή ασυνείδητα: Ποιος έχει το πάνω χέρι; Οι ψυχολόγοι που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία του έργου του, το πήγαν ακόμα παραπέρα και είδαν έναν ενήλικο Σάτυρο που τον ταύτισαν με τον πατέρα του Χαλεπά, και έναν μικρό Έρωτα που τον ταύτισαν με τον Γιαννούλη, ο οποίος συνειδητά ή ασυνείδητα είχε ταυτίσει τον Έρωτα με τον εαυτό του που βασανιζόταν από τον επικυρίαρχο πατέρα του και από την άλλη και αυτός με μια έννοια βασάνιζε τον πατέρα του – Σάτυρο αντιδρώντας.
Για να το επαναλάβει αυτό το έργο 12 φορές ο Χαλεπάς, αυτό δηλώνει μάλλον μια εσωτερική του πάλη που προσπαθούσε να την εκτονώσει και να λυτρωθεί από τα βάρη της, ανασχηματίζοντας την σκηνή. Ας μη ξεχνάμε ότι ο πατέρας του δεν ήθελε να κάνει σπουδές στο εξωτερικό αλλά και ότι είναι αυτός που τον έκλεισε στο Ψυχιατρείο και αν δεν πέθαινε, ίσως ο Γιαννούλης να μην έβγαινε ποτέ από εκεί. Αυτός είναι σοβαρός λόγος να μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι το έργο δηλώνει τη μεταξύ τους σύγκρουση.
«Κοιμωμένη» Χαλεπά
Όταν δημιούργησε την «κοιμωμένη», ο Χαλεπάς είναι πάνω στα φόρτε της ορμής του για δημιουργία, ενώ έβλεπε τον δρόμος προς την εξέλιξη του και την αναγνώριση του να είναι κλειστός και ασφυκτιούσε που το έργο του δεν θα είχε την τύχη που του έπρεπε.
Οι καλλιτέχνες το ζούμε αυτό. Νοιώθουμε ότι αυτό που έχουμε να δώσουμε, είναι μια βαθειά ανάσα στην ασφυκτικά πιεστική δόμηση της ζωής που έχει δημιουργήσει ο φόβος και ο εγωισμός του ανθρώπου.
Αυτή η ανάσα είναι μια βαθειά ρωγμή στο σκληρό κέλυφος της κοινωνίας και αυτή η ρωγμή ανακουφίζει με το οξυγόνο που δίνει και αναζωογονεί. Από την άλλη όμως φοβίζει, γιατί μια ρωγμή είναι πάντα μια ρωγμή που απειλεί την συνεκτικότητα του οικοδομήματος.
Ο άνθρωπος χρειάζεται το οξυγόνο της τέχνης και τις ρωγμές της στο σκληρό κέλυφος της κοινωνίας που τον περιβάλει για να αναπνεύσει.
Όμως οι περισσότεροι τρομάζουν μια αλλαγή και προτιμούν να πνιγούν από έλλειψη οξυγόνου για να αποτρέψουν μια πιθανή κατάρρευση της δομής του οικοδομήματος υποβαθμίζοντας τον ρόλο της τέχνης ή την αναβαθμίζουν μετατρέποντας την σε χρηματιστήριο που αφομοιώνεται στον σκληρό πυρήνα του οικοδομήματος. Έτσι δεν απειλεί πλέον, αλλά έχασε το οξυγόνο της και νεκρώθηκε. Τι θα γίνουμε χωρίς τέχνη, χωρίς οξυγόνο;
«Κοιμωμένη» Χαλεπά
Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία περισσότερο βρίσκεται έξω από την καθορισμένη δομή του κοινωνικού οικοδομήματος που ορίζει την ψυχική υγεία σαν ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται στις συνθήκες του.
Αυτό το οικοδόμημα θέλει τον άνθρωπο να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ότι ασφυκτιεί και του χρειάζεται αέρας, ή ακόμη και να μην συνειδητοποιεί στα αλήθεια τον πνιγμό του ακόμη και όταν κορυφώνεται για να μην έρθει σε ρήξη μαζί του. Αυτό δύσκολα το καταφέρνει ο καλλιτέχνης σαν αυθεντική προσωπικότητα που είναι. Και ο σκληρός πυρήνας, το «κατεστημένο» όπως λέμε, τον χαρακτηρίζει άρρωστο.
Γιατί η κατασκευή του οικοδομήματος της ζωής, δεν έχει χώρο για τους «ελεύθερους ανθρώπους» , αλλά μόνο για όσους ανήκουν σε ένα κομφορμιστικό τρόπο ζωής που αποτυπώνεται εκλαϊκευμένα ως «κοπάδι». Κάπως έτσι μας τα λέει ο ψυχίατρος Γιώργος Παπαδημητρίου στο βιβλίο του «Ταλέντο και τέχνη στο φως της επιστήμης» για τον Γιαννούλη Χαλεπά. Τα λόγια του μου μεταφέρθηκαν από τρίτο γιατί δεν βρήκα το βιβλίο του.
Για την «κοιμωμένη», νεοκλασικό έργο ως προς την οργάνωση, τη συμμετρία κτλ. ο Γιαννούλης ήξερε ότι θα τοποθετηθεί σε Κοιμητήριο. Ήταν 27 χρονών και αναζητούσε ένα θέμα που θα του έδινε δυνατότητες αληθινής δημιουργίας και το βρήκε στην «κοιμωμένη».
Στο έργο αυτό αντιμετώπισε τον θάνατο διαφορετικά από αυτό που συνηθίζονταν ως τότε σε ανάλογες περιπτώσεις έργων. Ήθελε το κορίτσι να παρουσιάζεται ζωντανό για να απαλύνει τον πόνο των συγγενών της. Το δούλεψε με μεγάλη αυτοπεποίθηση γιατί ήταν γι ‘αυτόν μια καλή ευκαιρία.
Ήλπιζε αυτό το έργο να τον κάνει γνωστό στις ευκατάστατες οικογένειες που ενταφιαζόταν εκεί και να αναδειχθεί. Έβαλε όλη του την τέχνη. Δούλευε μέρα νύχτα. Το μέγεθος του έργου ήταν 77 Χ 1,78 Χ 76 εκατοστά. Τα χρήματα που κέρδισε ήταν 6.000 δρχ. ποσό που αντιστοιχούσε σε ετήσιο εισόδημα ενός ανωτέρου υπαλλήλου της εποχής. Η τιμή συμφωνήθηκε με τον πατέρα του Γιαννούλη.
Το έργο έχει τεχνική τελειότητα! Όμως η μάνα της κοιμωμένης κόρης, όταν είδε το πρόπλασμα του γλυπτού της κόρης της είχε κάπως απογοητευτεί και έκανε τον Γιαννούλη να σκεφτεί με πικρία ότι αν ήταν στο εξωτερικό, αυτό το έργο θα τον δόξαζε.
Κάποια στιγμή ο Χαλεπάς αρχίζει να αμφισβητεί ακόμα και την ικανότητα του στην τέχνη του, αλλά κάνει την προσπάθεια του να αντισταθεί μέσα του και συνεχίζει.
Αριάδνη¨Τζίορτιζιο ντε Κίρικο
Η Σοφία Αφεντάκη, η κοιμωμένη του, είναι μια μορφή που ακόμα είναι ζωντανή αλλά εκείνη την στιγμή έπλεε τα λοίσθια. Είναι ξαπλωμένη πάνω σε ανάκλιντρο, με το χέρι της πίσω από το κεφάλι και το αριστερό της πόδι ανασηκωμένο.
Αυτό μας θυμίζει τη σειρά Πάνθεον του Τζιόρτιο ντε Κίρικο και ειδικότερα το έργο του «Αριάδνη» που ζωγράφισε το 1913. Εκπληκτική η ομοιότητα της μορφής της κοιμωμένης! Η ίδια αρχαϊκή λύση ως προς την απόδοση της μορφής.
Και σαν να μην έφθανε το δύσκολο σχόλιο της μητέρας της Αφεντάκη, όταν το έργο τοποθετήθηκε στην τελική του θέση, με μάρμαρο πια φτιαγμένο, και ενώ είχε γίνει ντόρος με το γεγονός και το όνομα του Χαλεπά, ο δάσκαλος του Λ. Δρόσης είπε: «Δεν είναι και τόσο σπουδαίο γλυπτό»!! Για τον Χαλεπά κάτι τέτοια ήταν δυνατά χτυπήματα. Οι καλλιτέχνες είμαστε ευαίσθητα πλάσματα. Αυτή η ζωή δεν είναι φτιαγμένη για μας.
Ο Χαλεπάς τα έπαιρνε όλα τις μετρητοίς, τα έβαζε μέσα στην ψυχή του και πάλευε να σταθεί όρθιος παλεύοντας με την αμφισβήτηση του εαυτού του. Δεν μπορούσε να υποστηρίξει μέσα του την πραγματικότητα που έβλεπε: Μικρή αγορά, μεγάλος ανταγωνισμός που ήταν ο κύριος λόγος της δυσπραγίας του. Τα χρέωνε όλα στον εαυτό του, τον έβγαζε άχρηστο και δεν μπορούσε να το δεχθεί σαν γεγονός και να συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του. Η αναστάτωση της ψυχής του μεγάλωνε συνεχώς.
Γιαννούλης Χαλεπάς: ο Έλληνας Ροντέν – ο Έλληνας Βαν Γκόγκ
Σάτυρος του Χαλεπά
Ήταν νέος! Φεύγει από την Αθήνα και έρχεται στο κυκλαδίτικο νησάκι του. Εκεί, σαν νέος θα ερωτευτεί με πάθος! Νέος μπελάς και αυτός. Όλα στον Γιαννούλη γινόταν με πάθος! Ο έρωτας του λεγόταν Μαριγώ Χριστοδούλου. Βρίσκει ανταπόκριση και η ψυχή του πετάει από χαρά! Όμως για τους κανόνες του κοινωνικού περιβάλλοντος της εποχής δεν ήταν αρκετό.
Η Μαριγώ ήταν κόρη πολιτευτή και η οικογένεια της δεν ήθελε τον Γιαννούλη με τίποτα. Ο Έρωτας γίνεται για αυτόν μια τυραννία. Ο αδελφός του αναφέρει πως αυτός ο ανέλπιδος έρωτας του Γιαννούλη ήταν γερό χτύπημα που επέφερε την ψυχολογική του κατάρρευση. Απομονώνεται και η μελαγχολία του όλο και μεγαλώνει. (Κάτι ανάλογο με την ερωτική απογοήτευση του Βαν Γκόγκ σε ανάλογη ηλικία).
Ο ίδιος ο Γιαννούλης, πολλά χρόνια μετά θα παραδεχθεί πως αυτός ο έρωτας επέδρασε στο ζήτημα της υγείας του. Στο βιβλίο του Παπαδημητρίου για τον Χαλεπά, αναφέρει μια καντάδα που τραγουδούσε ο Γιαννούλης ως το τέλος της ζωής του που έλεγε «Πού είναι οι όρκοι; Πού είναι η πίστη; Πού είναι τα στεφάνια του γάμου; Πού τα ρόδα και οι σμυρτιές; Ξανά δώσε μου την αγάπη… τα φιλιά».
Ο Γιαννούλης ήταν σε ψυχικό αδιέξοδο. Τον πλήγωσε η δουλειά του τον πλήγωσε και ο έρωτας του. Και όλα στο πολύ. Μαράζωνε, είχε εκρήξεις, μελαγχολούσε. Τα ενδιαφέροντα του, οι ανησυχίες του ήταν αδιάφορα στο περιβάλλον του. Δούλευε ξανά σε 20ωρη βάση και έπαθε ισχυρή υπερκόπωση. Άρχισε να καταστρέφει ότι δημιουργούσε. Κυρίως με τα έργα του Σάτυροι γιατί νόμιζε ότι τον χλεύαζαν. Ο ύπνος του ήταν ταραγμένος.
Τρεις φορές έκανε απόπειρα να αυτοκτονήσει. Η οικογένεια του τρομοκρατήθηκε γιατί και ένας άλλος αδελφός του είχε αυτοκτονήσει και η μια του αδελφή είχε σχιζοφρένεια. Θέλουμε και άλλο για να καταλάβουμε το αυταρχικό κλίμα που επικρατούσε στην οικογένεια που προφανώς οφείλονταν στον αυταρχικό πατέρα; Η αυταρχικότητα ήταν σύνηθες φαινόμενο στο κλίμα της τότε κοινωνίας γενικά και περισσότερο στις μικρές κοινωνίες. Οι συγχωριανοί του τον είχαν κατατάξει στους ψυχικά ασθενείς.
Η επιστήμη της ψυχολογίας τότε ακόμη ήταν στα σπάργανα και για το μικρό απομονωμένο χωριό πολύ περισσότερο για να βοηθήσει να επανέλθει η επικοινωνία στην ζωή τους. Οι γονείς του τον στέλνουν με τον αδελφό του στην Ιταλία για να αλλάξει παραστάσεις. Αυτό βοήθησε αλλά πρόσκαιρα.
Στην επιστροφή του ξανά τα ίδια: Σιωπή, σχεδόν πλήρη απομόνωση, τριγυρνούσε μόνος του στις ερημιές και γελούσε από μόνος του. Τότε, ο υπερευαίσθητος ψυχισμός, η εσωστρέφεια και η τάση για απομόνωση ήταν λόγος για τιμωρία και περιφρόνηση γιατί θεωρούταν αρρώστιες που τρόμαζαν γιατί ένιωθαν ανήμποροι να τις διαχειριστούν.
1888 Η οικογένεια του ήταν σε κρίσιμη οικονομική κατάσταση. Διαλύεται η τόσο προσοδοφόρα επιχείρηση! Φτωχαίνουν. Πουλάνε το πατρικό σπίτι και το έργο του Σάτυρος και Έρωτας στον Καπαράνο σε πολύ χαμηλή τιμή. Όλα δυσκολέψανε. Παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του Γιαννούλη, ο πατέρας του τον κλείνει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια». Την ίδια ακριβώς χρονιά ο Βαν Γκογκ θα παραφρονήσει όπως και ο Νίτσε που μπήκε σε ψυχιατρείο!
Πόσα κοινά έχει η ζωή του Χαλεπά με τον Βαν Γκόγκ! Εκτός του ότι γεννήθηκαν την ίδια εποχή με 2 χρόνια διαφορά, και οι δυο ήταν έγκλειστοι σε ψυχιατρείο, και οι δυο ήταν περιθωριοποιημένοι, και οι δυο είχαν αδιέξοδους έρωτες, και οι δυο έζησαν την απόλυτη απελπισία, και οι δυο με τις ίδιες αισθητικές αναζητήσεις, και οι δυο ήταν οι πρώτοι μάρτυρες του μοντερνισμού!!
Στον Μ. Στεφανίδη, στο βιβλίο του «Ιδιοφυία και τρέλα, Βαν Γκογκ, Χαλεπάς» διαβάζω: «Πρέπει να έχεις υποφέρει από την ασχήμια, για να ατενίζεις την ομορφιά στην πιο άγρια γυμνότητα της. Αλλιώς, πρόκειται για οφθαλμαπάτη. Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν συμφιλιωνόμαστε τελείως με την πραγματικότητα και η τέχνη… αποτελεί τη γέφυρα του μέσα με το έξω».
Γιαννούλης Χαλεπάς: ο Έλληνας Ροντέν – ο Έλληνας Βαν Γκόγκ
Η κλίνη του Γιαννούλη Χαλεπά
Ο Γιαννούλης στην κλινική θα σκιτσάρει φαλλούς, αιδοία και συμπλέγματα κορμιών και εικόνες φρίκης. Οι γιατροί του απαγόρεψαν να σκιτσάρει αλλά και να κάνει οτιδήποτε δημιουργικό! Αντιμετωπίστηκε με μεγάλη σκληρότητα. Προσπαθούσε να κρύψει ότι έφτιαχνε με πηλό γιατί το έβρισκαν και αμέσως του το κατέστρεφαν!!
Σήμερα η εργασιοθεραπεία είναι σπουδαίο μέσο αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων, αλλά εκείνη την εποχή φαίνεται δεν το ήξεραν. Έμεινε μόνος σε αδράνεια χωρίς να μπορεί να εκφραστεί με κανένα τρόπο ούτε εκεί για 14 χρόνια!!
Μόλις πέθανε ο πατέρας του ήρθε η μάνα του και τον πήρε στο νησί μαζί της. Αλλά ούτε και εκεί άλλαξε κάτι για τον Χαλεπά, που πια ήταν 50 χρονών. Τώρα είχε αναλάβει η μάνα του, προφανώς κατ’ εντολή των γιατρών του ψυχιατρείου, να σκίζει τα σκίτσα του γιού της και να σπάει τα έργα του. Πίστευε πως η τέχνη είναι αυτή που έφερε την αρρώστια στον γιο της! Η επιτήρηση της μάνας του ήταν αυστηρότατη.
Ο Γιαννούλης προσπαθούσε όπως στο ψυχιατρείο να κρύψει κάποια μικρά έργα του, αλλά μάταια. Οι ντόπιοι τον σαρκάζουν και τον οικτίρουν. Ο Γιαννούλης είναι για αυτούς ο τρελός του χωριού, με βούλα πια. Η μάνα του τον στέλνει να προσέχει τα κατσίκια τους και να βοσκάει τα πρόβατα ή τον έστελνε να κάνει τα θελήματα των ντόπιων για ένα κομμάτι ψωμί.
Ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος (καθηγητής Πολυτεχνείου) πήγε να τον βρει στην Τήνο μόλις έμαθε ότι ο Γιαννούλης βγήκε από την κλινική. Είδε την αθλιότητα που ζούσε ο Γιαννούλης και πολύ τον πόνεσε. Και ο ποιητής Κώστας Παλαμάς στις 21-1-1915 στην εφημερίδα Εμπρός, θα γράψει για τον Χαλεπά πως ο καλλιτέχνης «απέμεινε ζωντανόνεκρος» και πως βόσκει γίδια στον γενέθλιο τόπο του.
Και είμαστε επιτέλους στο 1916. Η χρονιά που πέθανε η μάνα του. Και ενώ την θρηνούσαν, ο ίδιος είχε κατεβεί στο υπόγειο και το μετέτρεπε σε εργαστήρι. Βγήκε στα χωράφια που πέταγε η μάνα του παλιότερα τον πηλό που αυτός έβρισκε και τον ξαναδούλευε. Ο Χαλεπάς, πάντα τον πηλό του τον έψαχνε και τον μάζευε μόνος του. Ας δούμε όμως το γεγονός! Η μάνα του πεθαίνει και ο ίδιος πια νιώθει ελευθερία αντί να δονείται από τον πόνο του χαμού που συνήθως νιώθουν τα παιδιά για τον χαμό της μάνας.
Ο Γιαννούλης, μετά τον θάνατο της μάνας του, αρχίζει την δεύτερη καριέρα του που ήταν και η πιο σημαντική από την πρώτη. Είναι η μεταλογική του περίοδος, όπως την λένε. Έχει ενδιαφέρον που πολλά από τα σκίτσα του είναι πάνω στα κατάστιχα λογαριασμών της επιχείρησης του πατέρα του.
Αν το δούμε και συμβολικά αυτό μπορούμε να σκεφτούμε ότι εκτός από ανάγκη για χαρτί που ήταν δυσεύρετο, ήταν και ένδειξη περιφρόνησης για την δουλειά του πατέρα του που έβαζε τα χαρτιά του πατέρα στην δική του υπηρεσία. Δουλεύει μόνο με πηλό ή γύψο που ισορροπεί μόνο του χωρίς στελέχη εσωτερικά (αρματούρα) για να γίνει το έργο πιο σταθερό. Αλλά και χωρίς μοντέλα. Όλα από μνήμης.
Τέτοια έργα είναι «Η μεγάλη αναπαυόμενη», «Η μεγάλη ονειρευόμενη» που είναι μια γυναίκα που ονειρεύεται με μάτια ανοιχτά κρατώντας μια πεταλούδα, σύμβολο της ψυχής της. Έχει αρχαϊκή απλότητα, σαν τα έργα του Τζιακομέτι και του Ροντέν.
Ο Χαλεπάς συμβαδίζει με τον μοντερνισμό χωρίς να το γνωρίζει. Ας δούμε ένα έργο από αυτή την περίοδο του: τον καθιστό Οιδίποδα. Πόσο μοιάζει με τον «Σκέπτόμενο» του Ροντέν!
Σκεπτόμενος του Ροντέν. θα δείτε ομοιότητες με τον Οιδίποδα του Χαλεπά προς το τέλος της βιογραφίας
Τα έργα του πια δεν έχουν σχέση με τον κλασικισμό που του υπαγόρευαν οι άλλοι για να υπάρξει. Όλα είναι σε συνάρτηση της ψυχής του που την αφήνει ελεύθερη να εκφραστεί στο έργο του. Παραμόρφωση, η εκφραστική δύναμη, η αμεσότητα, η λιτότητα. Στο γλυπτό του δεν υπάρχουν τρύπες που να διασπούν την ενότητα του.
Έγραψε κάπου «Το αστήρικτον άγαλμα στηρίζεται επι της γενικής ύλης του πηλού, διότι καταστρέφεται με την ανατομικήν οστεολογίαν». Ήθελε να εφαρμόσει την αρχή του Μικελάντζελο για το ιδανικό γλυπτό που όπως βρίσκουμε στο βιβλίο του Δούκα για τον Χαλεπά «Αν κατακλίσει από ψηλά πάνω σε επικλινές επίπεδο, δεν θα σπάσει τίποτα και αν πάλι σπάσει κάτι από τα ακραία του μέλη, αληθινό γλυπτό είναι αυτό που μένει»- Χαλεπάς.
Αν η πρώτη περίοδος του Χαλεπά ήταν του εξαιρετικού τεχνίτη, αυτή ήταν του καλλιτέχνη δημιουργού, με έργα ατελείωτα. Θα κάνει πολλές φορές τον Σάτυρο και τον Έρωτα αλλά και συνολικά 4 φορές την Μήδεια.
Ο Χαλεπάς είναι πια αυθεντικός, Δεν μπαίνει στην λογική των παραγγελιών, δεν δεσμεύεται πια από τις προσδοκίες του κοινού. Ήταν ο εαυτός του και τα έργα του ήταν η εξομολόγηση της ψυχής του. Πήγε στην χώρα των σκιών και γύρισε να μιλήσει με το έργο του για τις σκιές που γνώρισε εκεί. Όπως λέει και η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, πόσο διαφορετικός θα ήταν αν ακολουθούσε όλα τα παραπάνω!! Όλοι συμφωνούμε μαζί της.
Γιαννούλης Χαλεπάς: ο Έλληνας Ροντέν – ο Έλληνας Βαν Γκόγκ
Αυτό μας οδηγεί στην σκέψη ότι ο καλλιτέχνης χρειάζεται την προστασία του κράτους για να μπορέσει να ζήσει και να παράξει έργο που να τον αφορά γιατί μόνον έτσι αφορά και τον κόσμο. Ή να έχει ένα χωράφι για να καλλιεργεί ο ίδιος τα προς το ζειν, για να μην εξαρτά την ζωή του από την τέχνη του, όπως μας λέει ο Τσαρούχης. Αυτή η ελευθερία, είναι απαραίτητη για τον καλλιτέχνη, του οποίου η ψυχή δύσκολα μπορεί να συμβιβαστεί και να αντέξει την πίεση της κοινωνικής δομής.
Και όσο ο Χαλεπάς δούλευε στην απόλυτη μοναξιά του με πρωτόγονα μέσα (αντι για νερό πολλές φορές χρησιμοποιούσε και τα κάτουρα του), οι ντόπιοι τον χλεύαζαν. Ο τρελό – Γιαννούλης με τις παλαβομάρες του!
Ώσπου, τον ανακαλύπτουν ερασιτέχνες δημοσιογράφοι από τοπικές εφημερίδες που έγραψαν για αυτόν. Να σημειώσουμε όμως, πως μόλις έφυγε από τον χώρο των τεχνών ο Χαλεπάς, ο τύπος όταν ασχολιόταν μαζί του στεκόταν περισσότερο στην δύσκολη ψυχολογική του κατάσταση.
Αυτό είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού και το όνομα του, μετά από πολλά χρόνια από τότε, επανήλθε στον τύπο. Ακολούθησαν τεχνοκρίτες και ζωγράφοι. Εκτός από τον Θωμόπουλο, ο ακαδημαϊκός Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο γλύπτης Α. Σώχος, ο Νικόλαος Λύτρας…
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με τον Γιαννούλη Χαλεπά, έξω από το σπίτι του Χαλεπά στον Πύργο της Τήνου. (Αύγ. 1927)
Ο Θωμόπουλος το 1923 αντέγραψε πολλά έργα του και τα παρουσίασε μετά από 2 χρόνια στην Ακαδημία Αθηνών. Από την έκθεση αυτή βραβεύτηκε ο Χαλεπάς το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών!
Ο Χαλεπάς επανήλθε κυρίως χάρη στον Θωμόπουλο που ήταν αντικλασικιστής! Δόξες, εκθέσεις, ομιλίες για αυτόν. Τίποτα όμως από αυτά δεν τον επηρέασαν, έσπρωξαν σε ματαιόδοξους δρόμους.
Ήταν ξανά ελεύθερος να αφοσιωθεί στο έργο του, μέρα νύχτα, προσπαθώντας να κερδίσει αυτή τη φορά το χρόνο που έχασε, με στόχο του να εκφράσει τον εαυτό του και κανέναν άλλον.
Αυτή τη φορά δεν θα συμβάδιζε αυτός με το ρεύμα της εποχής, αλλά το ρεύμα της εποχής με αυτόν που το έβαλε σε κοινή πορεία μαζί του. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, αυτό που πια είχε αξία δεν ήταν ο κλασικισμός αλλά η ελληνικότητα στην τέχνη.
Σε αυτό έδωσαν όλοι οι καλλιτέχνες απάντηση και όχι μόνο οι καλλιτέχνες της γενιάς του ’30. (Βλέπε Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Γκίκας κτλ). Και το 1928 πραγματοποιείται και δεύτερη έκθεση των έργων του στο Άσυλο της Τέχνης. Με επιτυχία!
1930. Ο Χαλεπάς καταπονημένος, και μετά από την επιμονή της ανιψιάς του που του ζητούσε να έρθει να μείνει στην Αθήνα μαζί με την οικογένεια, ο Χαλεπάς θα της γράψει γράμμα λέγοντας πως έχει κουραστεί πολύ και θα ήθελε να πάει κοντά τους να ξεκουραστεί. Πήγαν να τον πάρουν. Πραγματικά, ήταν εξαθλιωμένος!
Στην Αθήνα θα προβληθεί σαν Πανελλήνια προσωπικότητα. Όλος ο κόσμος θα ξεσηκωθεί στον ερχομό του. Θα επισκεφτεί Μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Λέγεται πως όταν ήρθε στην Αθήνα (ήταν 79 χρονών) με το αυτοκίνητο από Πειραιά που τον έφερνε, σταμάτησε και βγήκε έξω. Στάθηκε όρθιος μπροστά στην Ακρόπολη και έβγαλε το καπέλο του.
Μάλιστα, όταν πήγε να επισκεφτεί την Κοιμωμένη του, ο κόσμος ίσως και από περιέργεια για το πώς θα αντιμετώπιζε μετά από τόσες δεκαετίες το τόσο γνωστό του έργο, δημιούργησε ένα αδιαχώρητο σε σημείο που χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία για να μεταβεί εκεί.
Γιαννούλης Χαλεπάς: ο Έλληνας Ροντέν – ο Έλληνας Βαν Γκόγκ
Όταν ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ηλικιωμένος πια επισκέπτεται την Κοιμωμένη του
Τώρα η ψυχή του είναι πιο ήρεμη. Κάνει έξυπνα σχόλια και αφηγείται μικρές ιστορίες. Όμως και στην Αθήνα δούλευε πολύ. Είχε όμως και την φροντίδα των δικών του. Στα έργα του ο κόσμος της αρχαιότητας συνυπάρχει με τον χριστιανισμό. Φτιάχνει ξανά τον Σάτυρο με τον Έρωτα, (αυτή τη φορά τον Έρωτα πιο επαναστατημένο), τη Μήδεια, αλλά σε πιο μικρές διαστάσεις…
Η επιμονή του στο θέμα του «Μήδεια«, έκανε τους μελετητές να πιστεύουν πως ο Χαλεπάς έχει ταυτίσει την Μήδεια με την μητέρα του που ενώ τον αγαπούσε και ήθελε να τον προστατεύσει, από την άλλη τον σκότωνε με το να μην απαγορέψει στον πατέρα να τον στείλει στο ψυχιατρείο ή μετά που του κατάστρεφε ότι δημιουργικό ήθελε να βγάζει από την ψυχή του πάνω στην ύλη. Τα συναισθήματα του συγκρουόμενα, αντιμαχόμενα, σε πάλη. Είχε να αγωνιστεί με αυτά.
Γιαννούλης Χαλεπάς Μήδεια ΙΙΙ, 1933.
Όμως ένα έργο του θα μας δώσει μια χαρά, μια επιβεβαίωση της θετικότερης κατάστασης που πια θα ζούσε ο ίδιος είναι το έργο του «Οιδίποδας και Αντιγόνη». Ο Οιδίποδας γέρος, κουρασμένος, με κλειστά τα μάτια του, όπως και η Αντιγόνη, με τέτοιο τρόπο που να υποδηλώνει ξεκάθαρα την συγκινησιακή τους φόρτιση.
Γιαννούλης Χαλεπάς Οιδίποδας και Αντιγόνη
Το στιγμιότυπο παρουσιάζει τον Οιδίποδα αφού είχε βγάλει τα μάτια του και είχε αυτοεξοριστεί από τη πατρίδα του την Θήβα. Σύντροφος του στο ταξίδι της ζητιανιάς του για την Αθήνα, η κόρη του Αντιγόνη. Εδώ λοιπόν στο έργο του ο Χαλεπάς, παρουσιάζει ένα στιγμιότυπο έχοντας φθάσει πια στην είσοδο της Αθήνας.
Σε σημείωμα του ο Χαλεπάς είχε γράψει στις 20 Οκτωβρίου 1930 πως «Ο Οιδίπους είμαι εγώ και εκείνη ( η ανιψιά του) η Αντιγόνη που με έφερε εις τας Αθήνας». Σε τι όμως είχε ταυτιστεί με τον Οιδίποδα εκτός από αυτό; Όπως οι γονείς του Οιδίποδα τον στέλνουν μακριά τους ώστε να μην επιβεβαιωθεί ο χρησμός, έτσι και οι γονείς του Χαλεπά τον στέλνουν στο ψυχιατρείο.
Ακόμα, ο Οιδίποδας δεν ήξερε ότι δολοφόνησε τον πατέρα του όταν πια θα έμενε με την μητέρα του, έτσι όπως ο Χαλεπάς δεν γνώριζε πως θα επέστρεφε στην μάνα του από το Ψυχιατρείο με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του. Όταν ο Οιδίποδας μαθαίνει την αλήθεια αποδοκιμάζει τον εαυτό του, όπως έγινε και με τον Χαλεπά που αποδοκιμάζεται από όλους και πολύ έντονα μετά τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο. Και έπειτα, οδηγούνται και οι δυο στην Αθήνα από τα θηλυκά συγγενικά τους πρόσωπα, όπου εκεί θα πεθάνουν και οι δυο μας ήρωες.
Στην ανιψιά του έμεινε τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του. Γεμίζει με έργα του το σπίτι, το υπόγειο, την αυλή. Παντού. Οι τιμές συνέχιζαν. Τον αναγόρευσαν πρόεδρο καλλιτεχνικών σωματείων. Τον κυνηγούσαν να του πάρουν έστω μια κουβέντα, αν όχι μια συνέντευξη.
Στην Τήνο φαντάζομαι πως θα ένιωθαν όταν τα μάθαιναν οι ντόπιοι. Θα περνούσαν για τρελό όλο τον κόσμος που περιμένουν από έναν αλαφροΐσκιωτο να τους πει δυο λόγια ποιος; ο τρελό – Γιαννούλης!
Πολύ δε περισσότερο όταν ο καλλιτεχνικός κόσμος της εποχής τον χαρακτήριζε «Φωτεινό σύμβολο κάθε καλλιτεχνική δημιουργίας»!! Πως να δεχθούν το μεγάλο τους λάθος που του φέρθηκαν πόσο άσχημα όταν περνούσε δύσκολα!
Αλλά όπως ξέρουμε, δύσκολα να το δεχτεί αυτό κάποιος. Όλοι θέλουμε να πιστεύουμε και να παρουσιαζόμαστε σαν καλοί. Στο χωριό μου θα λέγανε «Δεν βλέπουμε την στραβομάρα μας». Αλλά και στο χωριό μου τα ίδια θα έκαναν.
Χαλεπάς, στην τελευταία του φωτογραφία
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, γέρος πια, παθαίνει μια ημιπληγία. Αχρηστεύεται το σώμα του. Ο γιατρός κοιτά να τον ενισχύσει.
Το τέλος του: «Χαμογέλασε με απέραντη καλοσύνη και έκλεισε τα μάτια του για πάντα». Τι ωραία, τι γλυκά έκλεισε την ζωή του την τόσο πικραμένη ο αγαπημένος μου! Συγκινήθηκα πολύ.
Πέθανε 87 χρονών. Στις 15 Σεμπτεμβρίου του 1938.
Σώθηκαν περίπου 115 έργα του και πολλά σχέδια του σε τετράδια. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, στο Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο (χωριό του) και σε ιδιώτες.
Κάτι που δεν ανάφερα είναι ότι ο Χαλεπάς θαύμαζε το έργο του συντοπίτη του Φιλιππότη (και αυτός γιος μαρμαρογλύπτη και από τον Πύργο Τήνου) και ειδικά το έργο του «Ξυλοθραύστης» – 1908, το οποίο θα το φτιάξει και αυτός σε πολλά σχέδια. Το έργο αυτό βρίσκεται στο Ζάππειο, απέναντι από το Καλλιμάρμαρο.
«Εγώ κάνω τη δουλειά μου. Τα μηνύματα τα παίρνω από μέσα μου. Απαλλάχτηκα από τη φύση. Απελευθερώθηκα από τη μίμηση της. Έτσι μπορώ να αναπλάθω τη φύση με τους κανόνες της τέχνης. Με τους κανόνες που έχω ανακαλύψει εγώ ο ίδιος. Με την πείρα μου και με τον αναστοχασμό μου.»
Ο Χαλεπάς βλέπει τον εαυτό του, και όχι άδικα, σαν τραγικό ήρωα. Όμως το τέλος του ήταν γλυκό σαν το τέλος των παραμυθιών που τόσο αγαπούσε στη ζωή του!
Το έργο του Χαλεπά ήταν μια προσπάθεια κάθαρσης από το βάσανο της ζωής του. Ήταν ένας δρόμος προς την αυτογνωσία και την διαχείριση των συναισθημάτων και σκέψεων του. Άγια χέρια που έκαναν την σκέψη ύλη με την δουλειά του και οι άλλοι συνεχώς του τα έδεναν!
Πηγή : dinfo.gr