Εσύ να μου πεις πως μ’ αγαπάς, κι εγώ να κάνω πως σε πιστεύω
Ήταν Παρασκευή νομίζω, πάνε και 4 χρόνια από τότε, αλλα όχι, είμαι σίγουρη ότι ήταν Παρασκευή. Πώς να μην είμαι άλλωστε, η μέρα αυτή χαρά...
https://to-synoro.blogspot.com/2018/09/krdoyles.html?m=0
Ήταν Παρασκευή νομίζω, πάνε και 4 χρόνια από τότε, αλλα όχι, είμαι σίγουρη ότι ήταν Παρασκευή. Πώς να μην είμαι άλλωστε, η μέρα αυτή χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό μου και στην ψυχή μου. Παρασκευή λοιπόν, 9 το βράδυ, χειμώνας. Από καιρό είχαμε κανονίσει να βγούμε κοριτσοπαρέα. Πόσο ανάγκη το είχαμε όλες να γελάσουμε, να μιλήσουμε. Θυμάμαι μπήκαμε μέσα στο μαγαζί, καθίσαμε κι αμέσως πέσαμε να ανοίξουμε θέματα συζήτησης. Η καθεμιά είχε τόσα να πει, που δεν μας έφτανε όλο το βράδυ.
Φαίνεται όμως ότι εκείνο το βράδυ η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μένα. Καθώς το βλέμμα μου περιπλανιόταν στο χώρο, έπεσε πάνω σου. Μόνος σε ένα σκαμπό στο μπαρ. Θυμάμαι ακόμα και τα ρούχα που φορούσες. Τζην και polo μπλουζάκι. Προσπαθούσα να καταλάβω καθώς έπιανες το ποτήρι εάν έπινες ρούμι ή ουίσκι. Μοναχικός, σκέφτηκα, καθώς έβλεπα να καταπίνεις τη γουλιά από το ποτήρι σου. Κάπως έτσι είναι οι μοναχικοί άνθρωποι. Βγαίνουν, πίνουν μόνοι τους, ενίοτε κοιτάνε το κινητό τους, άλλοτε με χαμόγελο κι άλλοτε με θυμό. Μήπως περιμένεις παρέα; Μπα, όχι. Δείχνεις μοναχική ψυχή, που αγαπάς τη μοναξιά σου κι ας τη βρίζεις. Έχετε γίνοι φίλοι με τη μοναξιά. Οι πολλοί άνθρωποι γύρω σου σε κάνουν να πνίγεσαι και βγαίνεις για αέρα, ενώ μόνος σου αντέχεις.
Κάπως έτσι έφυγαν οι σκέψεις από τις συζητήσεις με την παρέα μου. Χωρίς να το σκεφτώ σηκώθηκα να έρθω κοντά σου, να μυρίσω την αύρα σου. Το κατάλαβες κι όταν πλησίασα να παραγγείλω ένα ποτό, έσπρωξες το διπλανό σκαμπό για να καθίσω. Χωρίς να πεις πολλά συστήθηκες. Και ξαφνικά μου είπες τα πάντα για την ζωή σου, σαν να με ήξερες χρόνια, σαν να σε ήξερα χρόνια. Ταλαιπωρημένη ψυχή, που είχες ανάγκη την αγάπη, χωρίς όμως να πιστεύεις σε αυτήν. Από την άλλη, εγώ είχα μια περιέργεια να σε αλλάξω, να δεις τον κόσμο μέσα από άλλα μάτια κι όχι μέσα από τα δικά σου τα μελαγχολικά.
Φύγαμε μαζί εκείνο το βράδυ. Περπατήσαμε για ώρες και συζητήσαμε πολύ. Κι από τότε ξεκίνησε αυτό το ωραίο παιχνίδι. Ξέρεις, εκείνο το παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού. Πώς το είπαμε, αλήθεια; ¨Εσύ έλεγες πως με αγαπάς κι εγώ έκανα ότι σε πίστευα”. Ήξερα ότι δεν μπορούσες να αγαπήσεις πραγματικά. Κι αν αγαπούσες θα ήταν για λίγο. Μετά θα με έκλεινες σε ένα από τα κουτάκια σου, που δεν θα το άνοιγες ποτέ ξανά, γιατί εσύ και τα εφεδρικά κλειδιά που είχα εγώ και σου τα έδινα απλόχερα, τα πέταγες κι αυτά.
Για δύο ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ της Παρασκευής παίζαμε αυτό το παιχνίδι. Σου άρεσε, ήσουν εγκεφαλικός τύπος κι έπαιζες με το μυαλό μου. Εγώ πάλι έπαιρνα ψεύτικη επιβεβαίωση, που την είχα τόσο ανάγκη.
Σ’ αγαπάω, μωρό μου.
Κι εγώ, αστέρι μου.
Εσύ η γάτα κι εγώ ο ποντικός. Κάποια στιγμή όμως ο ποντικός πιάστηκε στη φάκα κι η γάτα βαρέθηκε αυτό το παιχνίδι. Μόλις είδε τον ποντικό στη φάκα, τον άφησε να υποφέρει και αποχώρησε διακριτικά και όμορφα. Έβαλε νέα πλώρη για καινούριο θήραμα. Άλλωστε αυτό το ποντίκι ήταν τόσο χαζό που πιάστηκε στη φάκα και την πάτησε και η γάτα δεν το ήθελε άλλο, γιατί δεν ήταν έξυπνο.
Έτσι κι εμείς. Πόσο χαζή ήμουν να κάνω ότι σε πιστεύω, ενώ ήξερα. Πόσο αφελής, να βγω σε αδιέξοδο. Εσύ έφυγες. Άλλωστε είχες και μια δικαιολογία, ήθελες αέρα. Θα ήθελα όμως να παίξουμε αυτό το παιχνίδι ακόμα μια φορά. Κι ας είναι ουτοπία, κι ας ξέρω ότι δεν εννοούσες τα “σ’ αγαπώ”. Κι ας ξέρω ότι είσαι τόσο, όσο…
Θέλω να μου ξαναπείς μια φορά πως μ’ αγαπάς κι εγώ θα κάνω ότι σε πιστεύω…
Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Αφιερωμένο στίς αγνές καρδούλες.
Πηγή : loveletters.gr
Φαίνεται όμως ότι εκείνο το βράδυ η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μένα. Καθώς το βλέμμα μου περιπλανιόταν στο χώρο, έπεσε πάνω σου. Μόνος σε ένα σκαμπό στο μπαρ. Θυμάμαι ακόμα και τα ρούχα που φορούσες. Τζην και polo μπλουζάκι. Προσπαθούσα να καταλάβω καθώς έπιανες το ποτήρι εάν έπινες ρούμι ή ουίσκι. Μοναχικός, σκέφτηκα, καθώς έβλεπα να καταπίνεις τη γουλιά από το ποτήρι σου. Κάπως έτσι είναι οι μοναχικοί άνθρωποι. Βγαίνουν, πίνουν μόνοι τους, ενίοτε κοιτάνε το κινητό τους, άλλοτε με χαμόγελο κι άλλοτε με θυμό. Μήπως περιμένεις παρέα; Μπα, όχι. Δείχνεις μοναχική ψυχή, που αγαπάς τη μοναξιά σου κι ας τη βρίζεις. Έχετε γίνοι φίλοι με τη μοναξιά. Οι πολλοί άνθρωποι γύρω σου σε κάνουν να πνίγεσαι και βγαίνεις για αέρα, ενώ μόνος σου αντέχεις.
Κάπως έτσι έφυγαν οι σκέψεις από τις συζητήσεις με την παρέα μου. Χωρίς να το σκεφτώ σηκώθηκα να έρθω κοντά σου, να μυρίσω την αύρα σου. Το κατάλαβες κι όταν πλησίασα να παραγγείλω ένα ποτό, έσπρωξες το διπλανό σκαμπό για να καθίσω. Χωρίς να πεις πολλά συστήθηκες. Και ξαφνικά μου είπες τα πάντα για την ζωή σου, σαν να με ήξερες χρόνια, σαν να σε ήξερα χρόνια. Ταλαιπωρημένη ψυχή, που είχες ανάγκη την αγάπη, χωρίς όμως να πιστεύεις σε αυτήν. Από την άλλη, εγώ είχα μια περιέργεια να σε αλλάξω, να δεις τον κόσμο μέσα από άλλα μάτια κι όχι μέσα από τα δικά σου τα μελαγχολικά.
Φύγαμε μαζί εκείνο το βράδυ. Περπατήσαμε για ώρες και συζητήσαμε πολύ. Κι από τότε ξεκίνησε αυτό το ωραίο παιχνίδι. Ξέρεις, εκείνο το παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού. Πώς το είπαμε, αλήθεια; ¨Εσύ έλεγες πως με αγαπάς κι εγώ έκανα ότι σε πίστευα”. Ήξερα ότι δεν μπορούσες να αγαπήσεις πραγματικά. Κι αν αγαπούσες θα ήταν για λίγο. Μετά θα με έκλεινες σε ένα από τα κουτάκια σου, που δεν θα το άνοιγες ποτέ ξανά, γιατί εσύ και τα εφεδρικά κλειδιά που είχα εγώ και σου τα έδινα απλόχερα, τα πέταγες κι αυτά.
Για δύο ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ της Παρασκευής παίζαμε αυτό το παιχνίδι. Σου άρεσε, ήσουν εγκεφαλικός τύπος κι έπαιζες με το μυαλό μου. Εγώ πάλι έπαιρνα ψεύτικη επιβεβαίωση, που την είχα τόσο ανάγκη.
Σ’ αγαπάω, μωρό μου.
Κι εγώ, αστέρι μου.
Εσύ η γάτα κι εγώ ο ποντικός. Κάποια στιγμή όμως ο ποντικός πιάστηκε στη φάκα κι η γάτα βαρέθηκε αυτό το παιχνίδι. Μόλις είδε τον ποντικό στη φάκα, τον άφησε να υποφέρει και αποχώρησε διακριτικά και όμορφα. Έβαλε νέα πλώρη για καινούριο θήραμα. Άλλωστε αυτό το ποντίκι ήταν τόσο χαζό που πιάστηκε στη φάκα και την πάτησε και η γάτα δεν το ήθελε άλλο, γιατί δεν ήταν έξυπνο.
Έτσι κι εμείς. Πόσο χαζή ήμουν να κάνω ότι σε πιστεύω, ενώ ήξερα. Πόσο αφελής, να βγω σε αδιέξοδο. Εσύ έφυγες. Άλλωστε είχες και μια δικαιολογία, ήθελες αέρα. Θα ήθελα όμως να παίξουμε αυτό το παιχνίδι ακόμα μια φορά. Κι ας είναι ουτοπία, κι ας ξέρω ότι δεν εννοούσες τα “σ’ αγαπώ”. Κι ας ξέρω ότι είσαι τόσο, όσο…
Θέλω να μου ξαναπείς μια φορά πως μ’ αγαπάς κι εγώ θα κάνω ότι σε πιστεύω…
Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Αφιερωμένο στίς αγνές καρδούλες.
Πηγή : loveletters.gr