Το παιδί που ζούσε μέσα μας το αφήσαμε να χαθεί…
Γράφει ο Βαλάντης Γαούτσης. Ήταν Νοέμβρης. Έβρεχε. Κάθισα στο ξύλινο πάτωμα, στο σημείο που ήταν περισσότερο γδαρμένο. Έτυχε ν...
Έτυχε να ήταν κοντά στο τζάμι που κοίταζε έξω, στο δρόμο.
Τα σημάδια έδειχναν να βρίσκονται χρόνια εκεί.
Το πρώτο που σκέφτηκα, ήταν πως κάποιος μπορεί να δοκίμαζε σάλτα από απόσταση. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο τζάμι, όπως ακουμπά το φθινόπωρο στο χειμώνα.
Άκουγα τη βροχή.
Άκουγα κι ένιωθα κάθε ξύλινη επένδυση στο σπίτι να συστέλλεται και να διαστέλλεται.
Ο καθένας συμμετέχει με τον τρόπο του σε κάτι που προσμένει, αρκεί να μην το προσμένει μονάχος του.
Μάλλον για παρέα του το σπίτι βρήκε εμένα εκείνη τη στιγμή.
Ακούω βήματα γρήγορα και άτσαλα.
Όχι μεγάλων ποδιών. Ακούγονταν παπούτσια με κούμπωμα, παιδικά. Δεν έβλεπα κάποιον.
Υπήρχε μια φωτογραφία μου παιδική. Πολύ παιδική.
Την κράτησα στα χέρια μου.
Την κοίταζα και ένιωθα πως δεν την είχα ξαναδεί.
Φαίνεται δεν είναι οι άνθρωποι που αλλάζουν τελικά.
Χρήσιμοι οι καθρέφτες, μα καταδικασμένοι πάντα στο να τα δείχνουν όλα λάθος.
Κοίταζα τη φωτογραφία και έκλαιγα.
Απογοητευμένοι κάθε φορά έκλειναν την κάθε πόρτα δυνατά πίσω τους.
Κάποια στιγμή άνοιξαν και τη δική μου.
Κοίταξαν παντού, και απογοητευμένοι την έκλεισαν.
Εκείνο το παιδάκι στη φωτογραφία είχε χαθεί.
Τότε άκουσα τις αναμνήσεις, τους φίλους και τους έρωτες μου αναστατωμένους, να ψάχνουν.
Να ανοιγοκλείνουν τις πόρτες και να τις σπάνε.
Να φωνάζουν.
Να ψάχνουν απεγνωσμένα.
Να τους ακούω, και με κλαμένα κλειστά μάτια να μην μπορώ να αναπνεύσω καλά απ΄ το κλάμα.
Πάλι κάποιος αναστατωμένος τρέχει μέσα στο σπίτι ψάχνοντας. Δεν αντέχω πια το θόρυβο.
Μεγαλύτερη αναστάτωση.
Ανοίγει με δύναμη κι η δική μου.
Βλέπω μπροστά μου το παιδάκι που χάθηκε.
Έτρεχε μετά μανίας να με βρει.
Στέκεται στην πόρτα και με κοιτάζει.
Κλαίγοντας έτρεξα στην αγκαλιά του γιατί εκείνο μπορούσε ακόμα να με δει.
Με συγχώρεσε που το απογοήτευσα, μα θα θυμάται για πάντα το λόγο.
Της είναι εύκολο να παρασυρθεί και να χαθεί.
Πηγή: anapnoes.gr