Τα πιο ακριβά αισθήματα, δεν θα τα βρεις ποτέ πίσω από βιτρίνες! (music video)
https://to-synoro.blogspot.com/2015/10/ta-pio-akriva-ais8hmata-den-8a-ta-vreis-pote-pisw-apo-tiw-vitrines.html
Γράφει η Σοφία Ισμήνη
Γεννήθηκες στα μετάξια και όσο μεγαλώνεις διαπιστώνεις πως τα ρούχα που φοράς δεν μπορούν να σε προστατέψουν από το ψύχος του κόσμου.
Κρυώνεις.
Είναι καιρός να πάρεις νέα φορεσιά, πιο ανθεκτική, λιγότερο αέρινη, αλλά ζεστή.
Έχεις σφίξει το παλτό σου στο στήθος και κόντρα στον άνεμο διασχίζεις την αγορά.
Ο δρόμος είναι πλακόστρωτος και τα πατήματα σου πρέπει να είναι πιο προσεκτικά, γιατί έπιασε να ρίχνει χιόνι και τα παπούτσια σου γλιστρούν.
Προσπερνάς πολυκαταστήματα, καφέ, φωτεινές επιγραφές, κουστούμια και ταγιέρ.
Στην απέναντι μεριά συναντάς πάγκους και μικροπωλητές, πλανόδιους κουλουρτζήδες, ανέμελα παιδιά που μιμούνται τους φωνακλάδες πραματευτές.
Το κρύο δυναμώνει κι εσύ πρέπει να αποφασίσεις από ποιον θα αγοράσεις.
Οι πάγκοι στα δεξιά σου είναι φορτωμένοι με τόσα πράγματα και από εκεί που στέκεσαι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ρούχα ανάμεσά τους. Πρέπει να πας πιο κοντά.
Κοιτάζεις απέναντι και το βλέμμα σου θαμπώνει μια αστραφτερή βιτρίνα.
Κοιτάζεις πιο προσεκτικά το θεόρατο κτήριο που την πλαισιώνει και αποφασίζεις να ρίξεις μια ματιά.
Σε υποδέχονται με τόση ευγένεια και επιθυμία, που γοητεύεσαι αν και διστάζεις γιατί το ένστικτό σου έχει φωνή και σε προειδοποιεί να μην ενθουσιάζεσαι.
Υπάρχει ποικιλία ναι, χρώματα, σχέδια, αλλά δεν είναι όλα τα ρούχα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα σου.
Κι έπειτα, δεν ξέρεις τι κοστίζουν.
«Βγάλτε αυτό το πανωφόρι επιτέλους, είναι τόσο λεπτό και σίγουρα δεν είναι της εποχής».
Διστάζεις και πάλι, προβάλλεις μια κάποια συνεσταλμένη αντίσταση, σχεδόν ντρέπεσαι, αλλά τελικά αφήνεσαι στα χέρια που με τόση δεξιοτεχνία και εκλεπτυσμό το απομακρύνουν από τους ώμους σου.
«Ορίστε, ένα από τα καλύτερα κομμάτια μας», σου λένε, «μοναδικό, τα ρούχα μας δεν έχουν αντίγραφο».
«Μα, να προσφέρει τόσα πολλά ένα κομμάτι υφάσματος», σκέφτεσαι, καθώς δέχεσαι με ανακούφιση το ζεστό αγκάλιασμά του.
Κουμπιά, πετράδια, ετικέτες όλα τόσο προσεγμένα και, σαν να φτιάχτηκαν για σένα.
Φτιάχτηκαν όμως;
Όλα άστραφταν σε εκείνο το μαγαζί. Πατώματα, εμπόρευμα, μάτια, οδοντοστοιχίες.
Μόνο ένα πράγμα δεν άστραφτε, κι αυτό σε θορύβησε.
Τα χαμόγελα, τα διάπλατα ανοιχτά χαμόγελα που προσπαθούσαν να σε πείσουν ότι το ρούχο που φοράς, αν και πιο μακρύ από τη μια πλευρά, αν και πιο φανταχτερό από ότι θα το ήθελες, αν και στενό επάνω σου, ήταν ό,τι έπρεπε.
Είχες τόση ανάγκη να ντυθείς, -σε κανέναν δεν αρέσει η γύμνια- που κατάπιες τις αμφιβολίες σου, πρόδωσες τα μάτια σου και το ένστικτο που σε είχε ξεκουφάνει.
Και αφέθηκες. Έδωσες όλες σου τις οικονομίες.
Και αφού τους ευχαρίστησες για τη βοήθεια και τη φιλοξενία, βγήκες ξανά στο δρόμο.
Ο αέρας φύσηξε έτοιμος να σε πάρει και να σε σηκώσει.
Τα κουμπιά δεν έκλειναν, το παλτό σού ήταν στενό και το ήξερες.
Προσπάθησες να καλυφθείς όπως-όπως, αλλά το ρούχο σκίστηκε σε μικρές κλωστές.
Έκανες ένα βήμα πίσω και ζήτησες από τον πωλητή να το αλλάξεις, να πάρεις κάτι άλλο, οτιδήποτε αρκεί να σε προφυλάξει από τον Βοριά.
Τόσα χρήματα είχες δώσει και δεν είχες προλάβει καν να το φορέσεις, δικαιούσουν μια αλλαγή.
Η απάντηση σε κεραυνοβόλησε.
«Λυπούμεθα. Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται».
Βγήκες πάλι στο δρόμο με την παγωνιά και την απογοήτευση να σου τρυπούν κορμί, μυαλό, καρδιά.
Γελάστηκες. Και κρυώνεις.
Πλησιάζεις τους πάγκους σαν επαίτης. Αγγίζεις τα υφάσματα, δεν είναι τόσο αστραφτερά, μα είναι ολόμαλλα, γερά, ό,τι πιάνεις, είναι αυτό που φαίνεται.
Δεν τολμάς να ζητήσεις να ντυθείς, ούτε με πίστωση. Η αξιοπρέπειά σου δεν στο επιτρέπει.
Αν και με πληγωμένη την περηφάνια και το κορμί τρεμάμενο, δεν το ανέχεσαι ούτε σαν σκέψη στο μυαλό να γυρίσεις πίσω και να απαιτήσεις τα παλιά σου ρούχα, εκείνα τα ολομέταξα που κράτησαν ενέχυρο στο μαγαζί που αγόραζες πιο πριν.
Αλήθεια, γιατί τα κράτησαν; Το αντίτιμό σου δεν ήταν πλαστό, υπήρξες καλοπληρωτής και βολικός πελάτης.
Ξεπάγιασες. Σέρνεις τα πόδια σου με δυσκολία, δεν θα τα καταφέρεις σκέφτεσαι.
Κι εκεί που εγκαταλείπεις, νιώθεις να απομακρύνεται βίαια από πάνω σου κάθε κομμάτι από το ολοκαίνουριο κι όμως φθαρμένο, πανάκριβο πανωφόρι.
Με γρήγορες κινήσεις, βλέπεις να κουμπώνει στο σώμα σου και το τελευταίο κουμπί από ένα ζεστό, συμπαγές, μάλλινο παλτό.
Δεν είναι πλουμιστό, ωστόσο είναι χειροποίητο, το χρώμα του έντονο και ανεξίτηλο, ταιριάζει άψογα στη φιγούρα σου.
«Σας ευχαριστώ, αλλά δεν μπορώ να το πάρω. Όπως και να’χει…πόσο κάνει;».
Θέλεις να μάθεις, έτσι, για την ιστορία.
«Δεν κάνει τίποτα, αρκεί που σταμάτησες να τρέμεις».
Και το χαμόγελο στο πρόσωπο που σου πρόσφερε απλόχερα τη ζεστασιά του, άστραψε.
Ανταπέδωσες με ανακούφιση και το βλέμμα σου στράφηκε σε εκείνη τη μεγάλη βιτρίνα.
Προς μεγάλη σου έκπληξη, διαπίστωσες πως ο πωλητής περίλυπος, περιφερόταν γυμνός.
Γι’ αυτό λοιπόν είχαν κρατήσει τα ρούχα σου εκεί, μήπως και τα ντυθούν, τόσα εμπορεύματα είχαν και τίποτα δεν τους έκανε.
Πώς να τους χωρούσαν τα δικά σου;
Στη ζωή άλλοι αγοράζουν, άλλοι πουλάνε και κάποιοι χαρίζουν.
Τα πιο ακριβά αισθήματα, δεν θα τα βρεις πίσω από βιτρίνες.
Τα αληθινά, δεν έχουν ανάγκη να πλασαριστούν για να φανεί η ομορφιά και η αξία τους. Είναι απλωμένα σαν ανοιχτά χαρτιά σε τραπέζια από ανθεκτική τσόχα, σε πάγκους, στη μέση του δρόμου.
Μπορεί να γελαστείς και να βρεθείς πολλές φορές γυμνός.
Μα όσο είσαι αληθινός, θα έχεις πάντα να ντυθείς.
Δες το σαν παρακαταθήκη της ζωής σε όσους αντιστέκονται στους χειμώνες.
Αλίμονο σε εκείνους που το κρύο τους κυρίευσε και ψάχνουν ρούχα δανεικά να ζεσταθούν.
Γεννήθηκες στα μετάξια και όσο μεγαλώνεις διαπιστώνεις πως τα ρούχα που φοράς δεν μπορούν να σε προστατέψουν από το ψύχος του κόσμου.
Κρυώνεις.
Είναι καιρός να πάρεις νέα φορεσιά, πιο ανθεκτική, λιγότερο αέρινη, αλλά ζεστή.
Έχεις σφίξει το παλτό σου στο στήθος και κόντρα στον άνεμο διασχίζεις την αγορά.
Ο δρόμος είναι πλακόστρωτος και τα πατήματα σου πρέπει να είναι πιο προσεκτικά, γιατί έπιασε να ρίχνει χιόνι και τα παπούτσια σου γλιστρούν.
Προσπερνάς πολυκαταστήματα, καφέ, φωτεινές επιγραφές, κουστούμια και ταγιέρ.
Στην απέναντι μεριά συναντάς πάγκους και μικροπωλητές, πλανόδιους κουλουρτζήδες, ανέμελα παιδιά που μιμούνται τους φωνακλάδες πραματευτές.
Το κρύο δυναμώνει κι εσύ πρέπει να αποφασίσεις από ποιον θα αγοράσεις.
Οι πάγκοι στα δεξιά σου είναι φορτωμένοι με τόσα πράγματα και από εκεί που στέκεσαι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ρούχα ανάμεσά τους. Πρέπει να πας πιο κοντά.
Κοιτάζεις απέναντι και το βλέμμα σου θαμπώνει μια αστραφτερή βιτρίνα.
Κοιτάζεις πιο προσεκτικά το θεόρατο κτήριο που την πλαισιώνει και αποφασίζεις να ρίξεις μια ματιά.
Σε υποδέχονται με τόση ευγένεια και επιθυμία, που γοητεύεσαι αν και διστάζεις γιατί το ένστικτό σου έχει φωνή και σε προειδοποιεί να μην ενθουσιάζεσαι.
Υπάρχει ποικιλία ναι, χρώματα, σχέδια, αλλά δεν είναι όλα τα ρούχα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα σου.
Κι έπειτα, δεν ξέρεις τι κοστίζουν.
«Βγάλτε αυτό το πανωφόρι επιτέλους, είναι τόσο λεπτό και σίγουρα δεν είναι της εποχής».
Διστάζεις και πάλι, προβάλλεις μια κάποια συνεσταλμένη αντίσταση, σχεδόν ντρέπεσαι, αλλά τελικά αφήνεσαι στα χέρια που με τόση δεξιοτεχνία και εκλεπτυσμό το απομακρύνουν από τους ώμους σου.
«Ορίστε, ένα από τα καλύτερα κομμάτια μας», σου λένε, «μοναδικό, τα ρούχα μας δεν έχουν αντίγραφο».
«Μα, να προσφέρει τόσα πολλά ένα κομμάτι υφάσματος», σκέφτεσαι, καθώς δέχεσαι με ανακούφιση το ζεστό αγκάλιασμά του.
Κουμπιά, πετράδια, ετικέτες όλα τόσο προσεγμένα και, σαν να φτιάχτηκαν για σένα.
Φτιάχτηκαν όμως;
Όλα άστραφταν σε εκείνο το μαγαζί. Πατώματα, εμπόρευμα, μάτια, οδοντοστοιχίες.
Μόνο ένα πράγμα δεν άστραφτε, κι αυτό σε θορύβησε.
Τα χαμόγελα, τα διάπλατα ανοιχτά χαμόγελα που προσπαθούσαν να σε πείσουν ότι το ρούχο που φοράς, αν και πιο μακρύ από τη μια πλευρά, αν και πιο φανταχτερό από ότι θα το ήθελες, αν και στενό επάνω σου, ήταν ό,τι έπρεπε.
Είχες τόση ανάγκη να ντυθείς, -σε κανέναν δεν αρέσει η γύμνια- που κατάπιες τις αμφιβολίες σου, πρόδωσες τα μάτια σου και το ένστικτο που σε είχε ξεκουφάνει.
Και αφέθηκες. Έδωσες όλες σου τις οικονομίες.
Και αφού τους ευχαρίστησες για τη βοήθεια και τη φιλοξενία, βγήκες ξανά στο δρόμο.
Ο αέρας φύσηξε έτοιμος να σε πάρει και να σε σηκώσει.
Τα κουμπιά δεν έκλειναν, το παλτό σού ήταν στενό και το ήξερες.
Προσπάθησες να καλυφθείς όπως-όπως, αλλά το ρούχο σκίστηκε σε μικρές κλωστές.
Έκανες ένα βήμα πίσω και ζήτησες από τον πωλητή να το αλλάξεις, να πάρεις κάτι άλλο, οτιδήποτε αρκεί να σε προφυλάξει από τον Βοριά.
Τόσα χρήματα είχες δώσει και δεν είχες προλάβει καν να το φορέσεις, δικαιούσουν μια αλλαγή.
Η απάντηση σε κεραυνοβόλησε.
«Λυπούμεθα. Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται».
Βγήκες πάλι στο δρόμο με την παγωνιά και την απογοήτευση να σου τρυπούν κορμί, μυαλό, καρδιά.
Γελάστηκες. Και κρυώνεις.
Πλησιάζεις τους πάγκους σαν επαίτης. Αγγίζεις τα υφάσματα, δεν είναι τόσο αστραφτερά, μα είναι ολόμαλλα, γερά, ό,τι πιάνεις, είναι αυτό που φαίνεται.
Δεν τολμάς να ζητήσεις να ντυθείς, ούτε με πίστωση. Η αξιοπρέπειά σου δεν στο επιτρέπει.
Αν και με πληγωμένη την περηφάνια και το κορμί τρεμάμενο, δεν το ανέχεσαι ούτε σαν σκέψη στο μυαλό να γυρίσεις πίσω και να απαιτήσεις τα παλιά σου ρούχα, εκείνα τα ολομέταξα που κράτησαν ενέχυρο στο μαγαζί που αγόραζες πιο πριν.
Αλήθεια, γιατί τα κράτησαν; Το αντίτιμό σου δεν ήταν πλαστό, υπήρξες καλοπληρωτής και βολικός πελάτης.
Ξεπάγιασες. Σέρνεις τα πόδια σου με δυσκολία, δεν θα τα καταφέρεις σκέφτεσαι.
Κι εκεί που εγκαταλείπεις, νιώθεις να απομακρύνεται βίαια από πάνω σου κάθε κομμάτι από το ολοκαίνουριο κι όμως φθαρμένο, πανάκριβο πανωφόρι.
Με γρήγορες κινήσεις, βλέπεις να κουμπώνει στο σώμα σου και το τελευταίο κουμπί από ένα ζεστό, συμπαγές, μάλλινο παλτό.
Δεν είναι πλουμιστό, ωστόσο είναι χειροποίητο, το χρώμα του έντονο και ανεξίτηλο, ταιριάζει άψογα στη φιγούρα σου.
«Σας ευχαριστώ, αλλά δεν μπορώ να το πάρω. Όπως και να’χει…πόσο κάνει;».
Θέλεις να μάθεις, έτσι, για την ιστορία.
«Δεν κάνει τίποτα, αρκεί που σταμάτησες να τρέμεις».
Και το χαμόγελο στο πρόσωπο που σου πρόσφερε απλόχερα τη ζεστασιά του, άστραψε.
Ανταπέδωσες με ανακούφιση και το βλέμμα σου στράφηκε σε εκείνη τη μεγάλη βιτρίνα.
Προς μεγάλη σου έκπληξη, διαπίστωσες πως ο πωλητής περίλυπος, περιφερόταν γυμνός.
Γι’ αυτό λοιπόν είχαν κρατήσει τα ρούχα σου εκεί, μήπως και τα ντυθούν, τόσα εμπορεύματα είχαν και τίποτα δεν τους έκανε.
Πώς να τους χωρούσαν τα δικά σου;
Στη ζωή άλλοι αγοράζουν, άλλοι πουλάνε και κάποιοι χαρίζουν.
Τα πιο ακριβά αισθήματα, δεν θα τα βρεις πίσω από βιτρίνες.
Τα αληθινά, δεν έχουν ανάγκη να πλασαριστούν για να φανεί η ομορφιά και η αξία τους. Είναι απλωμένα σαν ανοιχτά χαρτιά σε τραπέζια από ανθεκτική τσόχα, σε πάγκους, στη μέση του δρόμου.
Μπορεί να γελαστείς και να βρεθείς πολλές φορές γυμνός.
Μα όσο είσαι αληθινός, θα έχεις πάντα να ντυθείς.
Δες το σαν παρακαταθήκη της ζωής σε όσους αντιστέκονται στους χειμώνες.
Αλίμονο σε εκείνους που το κρύο τους κυρίευσε και ψάχνουν ρούχα δανεικά να ζεσταθούν.