Νερό, ενέργεια και τρόφιμα ο "χρυσός" του μέλλοντος
Σε πρωταγωνιστές των χρηματιστηρίων αναδεικνύονται επιχειρήσεις που μπορούν να δώσουν απαντήσεις και λύσεις στα όλο και συχνότερα ακραία...
Μπορεί η επικαιρότητα να μην επιτρέπει στην πλειονότητα των συμμετεχόντων στις αγορές να δουν πέρα από την κρίση χρέους ή τα επιμέρους προβλήματα κάθε οικονομίας, ωστόσο όσοι νιώθουν ήδη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, με πρώτη την παγκόσμια ασφαλιστική βιομηχανία, έχουν συνειδητοποιήσει την έκταση του προβλήματος που εξελίσσεται αργά, αλλά σταθερά, στη μεγαλύτερη απτή απειλή για την ανθρωπότητα.
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για την κλιματική αλλαγή, αλλά όχι και για το καλάθι εκείνο των επιχειρήσεων που είναι στρατηγικά τοποθετημένες για να την αντιμετωπίσουν. Πρόκειται για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγροτική παραγωγή, στα λιπάσματα, στην επιστημονική ανάπτυξη εσοδειών, στην ενέργεια εν γένει και ειδικότερα στις εξελιγμένες ανανεώσιμες πηγές, αλλά και στις «καθαρές» συμβατικές, όπως το αέριο, στον μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό και στην εκμετάλλευση και διανομή των υδάτων.
Ενεργοβόρος πλανήτης
Την ίδια ώρα, η αναμενόμενη αύξηση της ενεργειακής ζήτησης έως το 2035 σημαίνει πως θα χρειαστούν επενδύσεις ύψους 38 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε ενεργειακές υποδομές ή 1,5 τρισ. ετησίως. Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα είναι οι μεγαλύτεροι αποδέκτες αυτών των κεφαλαίων, αντλώντας, σύμφωνα με τη Merrill, που επικαλείται μελέτες της ΙΕΑ, περί τα 20 τρισ. Η ηλεκτροπαραγωγή θα καλύψει τα άλλα 17 τρισ.
Η κλιμάκωση του ανταγωνισμού για πρόσβαση σε αυτές τις επενδύσεις αλλά και τις πηγές δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, με προεκτάσεις για τις διεθνείς σχέσεις. «Οι κυβερνήσεις, οι εμπλεκόμενοι φορείς και οι έχοντες συμφέροντα, όπως και οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές, θα πρέπει να αναζητήσουν άμεσα τρόπους για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη πραγματικότητα και, στον βαθμό που μπορούν, να την αποτρέψουν», σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, που διαπιστώνει πως η διαδικασία αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη, πλην όμως όχι με τους ρυθμούς που αναμενόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια.
Μελέτη-σοκ από τη Merrill Lynch
Ζημίες εκατοντάδων δισ.
Κόστος 701 δισ. ευρώ για την Ελλάδα μακροπρόθεσμα βλέπει η ΤτΕ
Όλα άρχισαν με μια πρωτοβουλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργου Προβόπουλου, τον Μάρτιο του 2009, οπότε και συστήθηκε επιτροπή από διακεκριμένους επιστήμονες, στην οποία ανατέθηκε το έργο της εκπόνησης μελέτης σχετικά με τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Ύστερα από μελέτες και έρευνες 26 μηνών, η επιτροπή ολοκλήρωσε την πρώτη φάση εργασιών και, σε έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2011, αποτίμησε το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, το κόστος της τυχόν αδράνειας, καθώς και το κόστος των μέτρων άμβλυνσης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, τα οποία θα ληφθούν στο πλαίσιο των σχετικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην τρέχουσα δεύτερη φάση των εργασιών της, η ΕΜΕΚΑ έχει θέσει ως στόχο να συμβάλει με μια νέα μελέτη στην επεξεργασία μιας εθνικής στρατηγικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της λειτουργίας της, η ΕΜΕΚΑ παρήγαγε μια πρώτη εκτίμηση των (περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών) επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Δύο βασικά συμπεράσματα της πρώτης φάσης της ΕΜΕΚΑ με ιδιαίτερη βαρύτητα αφορούν, πρώτον, τη διαπίστωση της πολυμορφίας των ελληνικών κλιματικών συνθηκών και, δεύτερον, το μέγεθος του αναμενόμενου κόστους της αδράνειάς μας απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Η γεωμορφολογία του ελληνικού χώρου παράγει ένα μωσαϊκό κλιματικών συνθηκών, το οποίο, σε συνδυασμό με τις πολιτισμικές και κοινωνικοοικονομικές ιδιαιτερότητες, καθιστά ακόμα πιο απαιτητική την προσαρμογή, αναφέρει η ΤτΕ . Επιπλέον, εκτιμάται ότι η μη δράση απέναντι στην κλιματική αλλαγή θα επιφέρει μείωση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και κατά 6% σε ετήσια βάση μέχρι το 2100.
«Το συνολικό σωρευτικό κόστος για την ελληνική οικονομία του σεναρίου μη δράσης, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως μείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης και με μηδενικό προεξοφλητικό επιτόκιο, ανέρχεται στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008)», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η πρώτη αυτή προσέγγιση εκτίμησε και το μακροοικονομικό κόστος προσαρμογής υπό τις ακραίες κλιματικές συνθήκες του κεντρικού σεναρίου.
Η ανάλυση έδειξε ότι τα μέτρα προσαρμογής την περίοδο 2025-2050 αντιστοιχούν σε 1,5% του ΑΕΠ, την περίοδο 2051 -2070 σε 0,9% του ΑΕΠ και μετά το 2070 σε 0,1 % του ΑΕΠ.
Σωρευτικά, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στοιχίζει στην ελληνική οικονομία (μέχρι το 2100) 1 23 δισ. ευρώ (σε τιμές του 2008), επισημαίνει η ΤτΕ.
Η σύνδεση της εθνικής στρατηγικής για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή (ΕΣΠΚΑ) με τη σημερινή οικονομική κατάσταση της χώρας παραγνωρίζει, όμως, κατά την ΤτΕ, ένα γεγονός: «Η σημερινή οικονομική κατάσταση δεν παύει να αποτελεί μια οικονομική συγκυρία, μια κατάσταση βραχυχρόνια σε σχέση με τις κλιματικές επιπτώσεις, η οποία, αν και τις επηρεάζει, δεν θα πρέπει να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για μια μακροχρόνια στρατηγική, όπως η ΕΣΠΚΑ».
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 28ης Σεπτεμβρίου
Πηγή : http://www.capital.gr