ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ... Ο Βαρδάρης θα φέρνει πάντα τα τραγούδια του
Οταν φεύγουν καλλιτέχνες σαν τον Νίκο Παπάζογλου (που έσβησε χτες, στα 63 του, στο κρεβάτι του, ύστερα από πολύµηνη µάχη µε τον καρκίνο) µά...
https://to-synoro.blogspot.com/2011/04/blog-post_4984.html
Οταν φεύγουν καλλιτέχνες σαν τον Νίκο Παπάζογλου (που έσβησε χτες, στα 63 του, στο κρεβάτι του, ύστερα από πολύµηνη µάχη µε τον καρκίνο) µάς αφήνουν τη γεύση µιας ολόκληρης εποχής – και την έλλειψή της
Οταν λέµε Νίκος Παπάζογλου µάς έρχονται στο νου δεκάδες τραγούδια. Και στιχάκια. Και λαοθάλασσες στον Λυκαβηττό...
Οταν λέµε Νίκος Παπάζογλου µάς έρχονται στο νου δεκάδες τραγούδια. Και στιχάκια. Και λαοθάλασσες στον Λυκαβηττό...
Και κορίτσια να χορεύουν τσιφτετέλι. Κι εκείνη η περιρρέουσα ατµόσφαιρα που έδινε στη Θεσσαλονίκη τη µαγεία της πόλης χρυσωρυχείου του «νέου λαϊκού τραγουδιού». Πηγή νέων τάσεων και προσώπων που _ από την εποχή της µεταπολίτευσης και ώς τα µέσα του ‘90 _ αναµόρφωσαν το λαϊκό και το έντεχνο τραγούδι.
Υπήρξε ο πιο δυνατός (και αντιπροσωπευτικός) καλλιτέχνης αυτής της γενιάς.
Και του µύθου της Θεσσαλονίκης.Και δεν ήταν τυχαίο αυτό. Γιατί εκείνος επέµεινε και έµεινε µέχρι το τέλος «αποκεντρωµένος» στον Βορρά. Εκεί ήταν το σπίτι του, οι φίλοι του, εκεί έφτιαξε στα µέσα του ‘70 _ µετα ίδια του τα χέρια _ το θρυλικό στούντιο«Αγροτικό» απ’ όπου πέρασε όλη η παρέα της Θεσσαλονίκης (Σωκράτης Μάλαµας, Αργύρης Μπακιρτζής, Βάσω Αλαγιάννη, Μελίνα Κανά, Γιώργος Ζήκας, Θωµάς Κοροβίνης, Γιώργος Ζερβουδάκης, Θανάσης Παπακωνσταντίνου αλλά και πολλά ανεξάρτητα γκρουπ όπως οι Μικρές Περιπλανήσεις κ.ά..
Στο «Αγροτικό» γράφτηκαν κορυφαίοι δίσκοι όπως «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς» και τα «∆ήθεν» (µε τους Ρασούλη και Ξυδάκη), εκεί έγιναν και οι ηχογραφήσεις του πρώτου δίσκου τουΣωκράτη Μάλαµα (που υπήρξε κιθαρίστας του)αλλάκαιτων πρώτων δίσκων του ΘανάσηΠαπακωνσταντίνο υ. Ο Παπάζογλου ήταν το σηµείο αναφοράςτης σκηνής της Θεσσαλονίκης, ο ταλαντούχος συνθέτης, η εξαιρετική φωνή, ο επιτυχηµένος παραγωγός, ο πρώτος αυτοδιαχειριζόµενος καλλιτέχνης που εκτός από κεφάλαιο στοτραγούδι ήταν και παράδειγµα «εναλλακτικού επαγγελµατία».
Γεννηµένοςτο 1948, ανήκε στη γενιά που µαγεύτηκε από τηνΑµερι κή του ‘60 και τουςµεγάλους τροβαδούρους του ροκ ενώ ταυτόχρονα µεγάλωνε µε ταλαϊκά τραγούδια της εποχής εκείνης. Πιο νέος από τον ∆ιονύση Σαββόπουλο(αλλά στην ίδια παρέα), θυµόταν τα εφηβικάτους βράδια, «όταν στέλναµε τον ∆ιονύση σινεµά,γιατί εµείς δεν είχαµε λεφτά, να δει τηνταινία καιµετά ναµας τη διηγηθεί, τόσο καλά, τόσο γλαφυρά, που όταν τη βλέπαµε αργότερα, δεν συγκρινόταν µε τις εικόνες που είχε φτιάξει ο ∆ιονύσης».
Η καριέρα του στο τραγούδι άρχισε νωρίς,στα 17 του χρόνια. Και ήταν καριέρα νεαρού «γιεγιέ». Πολλά από τα πρώτατου τραγούδια, τα τραγούδησε ο Πασχάλης Αρβανιτίδης στα τέλη του ‘60 ενώ στην ίδια εποχή φτιάχνει το πρώτο του στούντιο ηχογράφησης µε µηχανήµατα ήχου που κατασκευάζει ο ίδιος.
Το 1972 µε το συγκρότηµά του Ζηλωτής (Zealot) επιχειρεί να ανοιχτεί στη διεθνή αγοράκατά το πρότυπο των Aphrodite’s Child, γι’ αυτό µετακοµίζει στο Aαχεν της ∆υτικής Γερµανίας. Φτιάχνει τότε 6τραγούδια που ηχογραφούνται στο Μιλάνο αλλάυπάρχουν µόνο σε συλλογές φίλων.
Το 1976 κατεβαίνει στην Αθήνα όπου και τον επιλέγει ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος νασυµµετάσχει στη χορωδία στους «Αχαρνείς»κι εκεί θα συναντηθεί για πρώτη φορά µε τον Μανώλη Ρασούλη. Το 1978 η παρέα Μανώλης Ρασούλης, Νίκος Ξυδάκης, Τάκης Σιµώτας, ∆ιονύσης Σαββόπουλος και Νίκος Παπάζογλου δηµιουργούν τον δίσκο «Εκδίκηση της Γυφτιάς» στο νεόδµητο «Αγροτικόν» του στην Κάτω Τούµπα της Θεσσαλονίκης. Η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» µαζί µε τους δυο επόµενους δίσκους _ «Τα ∆ήθεν» (1983) και το «Χαράτσι» _ αλλάζουνε τη ρότα του λαϊκού τραγουδιού. Αλλάζουνε και τον τρόπο ζωής του ίδιου. Θυµάται σε συνέντευξη που έδωσε το 2005:
«Oταν κυκλοφόρησε η Εκδίκηση της Γυφτιάς είχαµε δυο ραδιόφωνα. Το ένα µάς επέστρεψετον δίσκο ως εθνικά απαράδεκτο και το άλλο δεν το έπαιξε ποτέ. Τότε λοιπόν κι εγώ επιδόθηκα στη διά ζώσης παρουσίασή του σε όλη την Ελλάδα για να τον διαδώσω. Αυτό στις µέρες µας έχειγίνει ανέφικτο γιατί έχει τεράστιο κόστος». Ακολουθούν οι επίσης σηµαντικοί δίσκοι «Μέσω Νεφών» (1986), τα «Σύνεργα» (1991) κι ένα χρόνο αργότερα το λάιβ «Επιτόπιος Ηχογράφησις» στο θέατρο του Λυκαβηττού όπου αποτυπώνεται η ζέση της πλατείας να ανέβει στη σκηνή να χορέψει «µε τον Νίκο». Ο Λυκαβηττός σείεται από γνήσιο παπαζογλικό παλµό, τα κορίτσια φοράνε κόκκινη µπαντάνα όπως εκείνος, ο κόσµος τραγουδάει «Πότε Βούδας πότε Κούδας» και ο Νίκος κρατάει το µπαγλαµαδάκι του πάνω απ’ τα πλήθη και χορεύει µαζί τους.


Υπήρξε ο πιο δυνατός (και αντιπροσωπευτικός) καλλιτέχνης αυτής της γενιάς.
Και του µύθου της Θεσσαλονίκης.Και δεν ήταν τυχαίο αυτό. Γιατί εκείνος επέµεινε και έµεινε µέχρι το τέλος «αποκεντρωµένος» στον Βορρά. Εκεί ήταν το σπίτι του, οι φίλοι του, εκεί έφτιαξε στα µέσα του ‘70 _ µετα ίδια του τα χέρια _ το θρυλικό στούντιο«Αγροτικό» απ’ όπου πέρασε όλη η παρέα της Θεσσαλονίκης (Σωκράτης Μάλαµας, Αργύρης Μπακιρτζής, Βάσω Αλαγιάννη, Μελίνα Κανά, Γιώργος Ζήκας, Θωµάς Κοροβίνης, Γιώργος Ζερβουδάκης, Θανάσης Παπακωνσταντίνου αλλά και πολλά ανεξάρτητα γκρουπ όπως οι Μικρές Περιπλανήσεις κ.ά..
Στο «Αγροτικό» γράφτηκαν κορυφαίοι δίσκοι όπως «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς» και τα «∆ήθεν» (µε τους Ρασούλη και Ξυδάκη), εκεί έγιναν και οι ηχογραφήσεις του πρώτου δίσκου τουΣωκράτη Μάλαµα (που υπήρξε κιθαρίστας του)αλλάκαιτων πρώτων δίσκων του ΘανάσηΠαπακωνσταντίνο υ. Ο Παπάζογλου ήταν το σηµείο αναφοράςτης σκηνής της Θεσσαλονίκης, ο ταλαντούχος συνθέτης, η εξαιρετική φωνή, ο επιτυχηµένος παραγωγός, ο πρώτος αυτοδιαχειριζόµενος καλλιτέχνης που εκτός από κεφάλαιο στοτραγούδι ήταν και παράδειγµα «εναλλακτικού επαγγελµατία».
Γεννηµένοςτο 1948, ανήκε στη γενιά που µαγεύτηκε από τηνΑµερι κή του ‘60 και τουςµεγάλους τροβαδούρους του ροκ ενώ ταυτόχρονα µεγάλωνε µε ταλαϊκά τραγούδια της εποχής εκείνης. Πιο νέος από τον ∆ιονύση Σαββόπουλο(αλλά στην ίδια παρέα), θυµόταν τα εφηβικάτους βράδια, «όταν στέλναµε τον ∆ιονύση σινεµά,γιατί εµείς δεν είχαµε λεφτά, να δει τηνταινία καιµετά ναµας τη διηγηθεί, τόσο καλά, τόσο γλαφυρά, που όταν τη βλέπαµε αργότερα, δεν συγκρινόταν µε τις εικόνες που είχε φτιάξει ο ∆ιονύσης».
Η καριέρα του στο τραγούδι άρχισε νωρίς,στα 17 του χρόνια. Και ήταν καριέρα νεαρού «γιεγιέ». Πολλά από τα πρώτατου τραγούδια, τα τραγούδησε ο Πασχάλης Αρβανιτίδης στα τέλη του ‘60 ενώ στην ίδια εποχή φτιάχνει το πρώτο του στούντιο ηχογράφησης µε µηχανήµατα ήχου που κατασκευάζει ο ίδιος.
Το 1972 µε το συγκρότηµά του Ζηλωτής (Zealot) επιχειρεί να ανοιχτεί στη διεθνή αγοράκατά το πρότυπο των Aphrodite’s Child, γι’ αυτό µετακοµίζει στο Aαχεν της ∆υτικής Γερµανίας. Φτιάχνει τότε 6τραγούδια που ηχογραφούνται στο Μιλάνο αλλάυπάρχουν µόνο σε συλλογές φίλων.
Το 1976 κατεβαίνει στην Αθήνα όπου και τον επιλέγει ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος νασυµµετάσχει στη χορωδία στους «Αχαρνείς»κι εκεί θα συναντηθεί για πρώτη φορά µε τον Μανώλη Ρασούλη. Το 1978 η παρέα Μανώλης Ρασούλης, Νίκος Ξυδάκης, Τάκης Σιµώτας, ∆ιονύσης Σαββόπουλος και Νίκος Παπάζογλου δηµιουργούν τον δίσκο «Εκδίκηση της Γυφτιάς» στο νεόδµητο «Αγροτικόν» του στην Κάτω Τούµπα της Θεσσαλονίκης. Η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» µαζί µε τους δυο επόµενους δίσκους _ «Τα ∆ήθεν» (1983) και το «Χαράτσι» _ αλλάζουνε τη ρότα του λαϊκού τραγουδιού. Αλλάζουνε και τον τρόπο ζωής του ίδιου. Θυµάται σε συνέντευξη που έδωσε το 2005:
«Oταν κυκλοφόρησε η Εκδίκηση της Γυφτιάς είχαµε δυο ραδιόφωνα. Το ένα µάς επέστρεψετον δίσκο ως εθνικά απαράδεκτο και το άλλο δεν το έπαιξε ποτέ. Τότε λοιπόν κι εγώ επιδόθηκα στη διά ζώσης παρουσίασή του σε όλη την Ελλάδα για να τον διαδώσω. Αυτό στις µέρες µας έχειγίνει ανέφικτο γιατί έχει τεράστιο κόστος». Ακολουθούν οι επίσης σηµαντικοί δίσκοι «Μέσω Νεφών» (1986), τα «Σύνεργα» (1991) κι ένα χρόνο αργότερα το λάιβ «Επιτόπιος Ηχογράφησις» στο θέατρο του Λυκαβηττού όπου αποτυπώνεται η ζέση της πλατείας να ανέβει στη σκηνή να χορέψει «µε τον Νίκο». Ο Λυκαβηττός σείεται από γνήσιο παπαζογλικό παλµό, τα κορίτσια φοράνε κόκκινη µπαντάνα όπως εκείνος, ο κόσµος τραγουδάει «Πότε Βούδας πότε Κούδας» και ο Νίκος κρατάει το µπαγλαµαδάκι του πάνω απ’ τα πλήθη και χορεύει µαζί τους.
Ο Νίκος Παπάζογλου κηδεύεται σήµερα στις 16.00 από τον ναό του Αγίου Θεράποντα στην Τούµπα Θεσσαλονίκης
Οι «φυγές» του στη Νίσυρο
Οι δίσκοι του είναι οι κορυφαίοι δίσκοι του λαϊκού στη δεκαετίατου ‘80 και καθώς µπαίνει η νέα δεκαετία, τοέντεχνο / λαϊκό της παρέας Παπάζογλου (Ρασούλης,Ξυδάκης, Σιµώτας, Αλαγιάννη) καταφέρνει να απενοχοποιήσει τη γενιά της Μεταπολίτευσης, να την κάνει να νιώσει άνετα µετo λαϊκό της DNA,να την ωθήσει να χορέψειχωρίς δεύτερες σκέψεις. Τους χειµώνες του τους περνάει στη Θεσσαλονίκη παίζοντας ενίοτεσε µικράµαγαζιά, αλλά όλο το καλοκαίρι Παπάζογλου και Λοξή Φάλαγγα (οι µουσικοί του) οργώνουν όλη την Ελλάδα πηγαίνοντας ακόµακαι σε νησιά της άγονης γραµµής.
Οι συναυλίες είναι αυτοχρηµατοδοτούµενες, ο διοργανωτής Παπάζογλου θέλει να ελέγχει απολύτως το παιχνίδι. Και το καταφέρνει. Τον Απρίλιο του 1995 κυκλοφορεί η τελευταία δισκογραφική τουδουλειά µέσαστη δεκαετία του ‘90 («Οταν κινδυνεύεις παίξε την Πουρούδα»), οι χειµώνες και τα καλοκαίρια εναλλάσσονται και καθώς τα χρόνια φεύγουν, οι φωτεινές ηµέρες της «σχολής τηςΘεσσαλονίκης» αρχίζουν και θολώνουν. Μαζί τους αραιώνουν σιγά σιγά και οι Λυκαβηττοί, ο Νίκος κάνει τις περιοδείες του το καλοκαίρι αλλά εκείνο το πάθοςτων πρώτων χρόνων του ‘90γίνεται παρελθόν. Εκείνος επιµένει στη Θεσσαλονίκη. Και δενδείχνει να τοναπασχολεί ιδιαίτερα ότιαπέχει απότη δισκογραφία. Γιατί δεν εµφανίζεταιπλέον στον Λυκαβηττό; Γιατί δεν τονβλέπουµε πιοτακτικά, όπωςπρώτα; «Γιατί κοστίζει 10.000 ευρώ για δυο ώρες.
Γιατί δεν µπορούµε να συναγωνιστούµε τους συναδέλφους που πηγαίνουν µε σηµειώµατα υπουργών καιπαίρνουν τονχώρο δωρεάν», έλεγε το 2002.
Το φθινόπωρο του 2002 ωστόσο θα κάνει την επανάστασή του: Σαββόπουλος καιΠαπάζογλου µαζί σε πρόγραµµα στονΚεραµεικό. Οι παραστάσεις θα διαρκέσουν µέχρι τον Φλεβάρη, ο κόσµος θα γεµίσει την αίθουσα, η φλόγα της επικοινωνίας θα φουντώσει ξανά. Το 2004 θα κατέβει ξανά (χειµώνα) για συναυλίες στον «Ζυγό», το 2005 θα βγάλει ύστερα από 10 χρόνια το «Μάγισσα Σελήνη» και την ίδια χρονιά θα βραβευτεί µε το Βραβείο Μουσικής στα Κρατικά Κινηµατογραφικά Βραβεία Ποιότητας (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) για τη µουσική του στην ταινία «Νοσταλγός» (της Αλεξανδράκη). Τελευταίες του εµφανίσεις στην Αθήνα το 2007 στον «Ζυγό». Ηρεµος πάντα, λιτός, ουσιαστικός µε σκέψη ανθρώπου που δεν ακολούθησε ποτέ τον συρµό, ζούσε στο κτήµα του ανάµεσα στο Πανόραµα και τη Θέρµη, µε τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Το στούντιό του έµεινε πάντα το κέντρο της δραστηριότητάς του, το ιστιοπλοϊκό του και οι φυγές του στη Νίσυρο ήταν ο άλλος του εαυτός, το καλό κρασί, οι φίλοι, τα παραδοσιακά τραγούδια οι µεγάλες του αγάπες. Πίσω του αφήνειτη σύζυγό του Μπάρµπαρα, µε τηνοποία παντρεύτηκεµικρός, τον γιο και την κόρη του, και τους δύο στη δεκαετία των είκοσι.
Οσο για µας; Νίκος Παπάζογλου σηµαίνει µερικά από τα καλύτερα τραγούδια των τελευταίων 30 χρόνων. Και τα καλύτερα χρόνια...
Νίκος Παπάζογλου - Απόψε σιωπηλοί
Ν. Παπάζογλου- Πότε Βούδας, πότε Κούδας
Νίκος Παπάζογλου - Κανείς εδώ δεν τραγουδά
Θάνατο θέλω να ‘χω τραγικό
Του Στέφανου Τζανάκη
«Oλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια µένουν και µένατα χεράκια της µε λύνουν και µε δένουν»: είναι ο «Υδροχόος» του Μανώλη Ρασούλη _ τo έβαλα νύχτα στο YouTube, µόλις έµαθα ότι ο Νίκος Παπάζογλου, ο τραγουδιστής που είπε αυτό το τραγούδι, δεν είναι πια ανάµεσά µας.
Και σκεφτόµουν ότι τώρα είναι το πραγµατικό τέλος της µεταπολίτευσης.Στριµωξίδια στον Λυκαβηττό.Μπίρες, µέτριος ήχος και δάκρυα στον «Αύγουστο» _ θα τοέχετε ακούσει: «Πώς µπορώνα ξεχάσω τα λυτά της µαλλιά, την άµµο που σαν καταρράκτης έλουζε κι όταν έσκυβε απάνω µου χιλιάδες φιλιά, διαµάντια που απλόχερα µου χάριζε, θα πάω κι ας µου βγει και σε κακό». Το βιολί παίζει, κι άλλες µπίρες, κι άλλα δάκρυα. Και το πρωί στη δουλειά, ευτυχισµένος _ υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εµένα.
∆εν ήταν ο Παπάζογλου που πέρασε πρώτος το άβατο του Λυκαβηττού. Ηταν ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο «Γύφτος», λίγο µετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το ‘81. Κι όποιος τον δει σήµερα στα βίντεο εκείνης της συναυλίας θα αντιληφθεί τη λαχτάρα µε την οποία η «άλλη» Ελλάδα, που είχε καταδικαστεί στο περιθώριο για δεκαετίες, καταλάµβανε _ έστω καιγια τρία βράδια_ την κεντρική σκηνή.
Αλλά ο Παπάζογλου ήταν ένα βήµα παραπέρα. Ηταν εκείνος που µας έκανε να πιστέψουµε ότι εκτός από τον ιµπεριαλισµό υπάρχει και η µοναξιά _και κυρίως ότι µπορούµε να τηνξορκίσουµε µε τραγούδια.
Βαθύ πηγάδι. Τα χρόνια πέρασαν, µεγαλώσαµε µαζί µε τον τραγουδιστή. Και κάποια στιγµή, αρχίσαµε να αντιλαµβανόµαστε ότι οι στίχοι του λειτουργούσαν σαν βέλη. Μόνο που σε κάποια φάση χάσαµε το τόξο.
«Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ένα βαθύ πηγάδι, µα το σκοινί που έριξα,χάθηκε στο σκοτάδι». Είναι από το 1990, είναι του Τάκη Σιµώτα, το είπε ο Παπάζογλου και περιγράφει µε ακρίβειααυτά που ζούµε σήµερα. Κι όπως λέεισε ένα άλλο: «Χρόνε άστατε µπαµπέση, που στο δίχτυ σου όποιος πέσει,χάνεται για τα καλά, πέταξέ µας έναν γάντζο, στη ζωή µας δώσε αβάντζοκι έχε µας από κοντά».Αµήν...
«Σα να σ’ αγκάλιαζε όλη η Θεσσαλονίκη»
Μελίνα Κανά
τραγουδίστρια
(ο Νίκος Παπάζογλου ήταν ο πρώτος που την πήρε µαζί του σε περιοδείες, στα τέλη του ‘80, όπου γνώρισε για πρώτη φορά και τον Σωκράτη Μάλαµα): «Ηταν ένας καλός άνθρωπος, ένας φίλος. Με τη στάση ζωής του και µε την καλλιτεχνική του πορεία άφησε έντονοστίγµα στη µουσική µας. Το µόνο που µε χαροποιεί,παρ’ ότι έφυγε νωρίς, είναι ότι έζησε τηζωή που ήθελε, έγραψε και είπε τα τραγούδιαπου ήθελε, έκανε οικογένειαπου την ήθελε πολύ. Εκανεαυτό που ήθελε. Και τελικά πέρασε καλά στη ζωή του».
Αργύρης Μπακιρτζής
τραγουδοποιός
«Μεγαλώσαµε µαζί στην ίδια γειτονιά. Τον ξέρω από εφτά χρονών. Ηταν ο άνθρωπος που µε έσπρωξε να µπω στο τραγούδι, που συµµετείχε στον πρώτο δίσκο των Χειµερινών Κολυµβητών, που τον γράψαµε στο στούντιό του. Ηταν ένας ζωντανός άνθρωπος, πολύ ιδιαίτερος. Καλλιτεχνικά η Θεσσαλονίκη χάνει ένα κεφάλαιό της».
Θωµάς Κοροβίνης
συγγραφέας- τραγουδοποιός
«Η παρουσία του Νίκου ήταν η αδιαµφισβήτητη αίσθηση ότι ο έρωτας _ µε όσα εµείς πιστεύουµε ότι τον συνοδεύουν, τις αισθήσεις, τις µουσικές, τους στίχους _ δεν πεθαίνει, δεν θα πεθάνει ποτέ. Οταν ο Νίκος σε αγκάλιαζε και φώναζε “καρντάση µου”, είχες την αίσθηση πως σε αγκάλιαζε όλη η Θεσσαλονίκη που εµείς και αυτός αγαπήσαµε. Η απώλεια του – µαζί µε την πρόσφατη απώλεια του πολυδάκρυτου πνευµατικού µας φίλου, του Μανώλη Ρασούλη – είναι πλέον διπλή και άφατη. Η Θεσσαλονίκη, που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια παραµένει ηθικά και δηµιουργικά ανοχύρωτη, θρηνεί για ένα ακόµη δικό της παιδί, ένα παιδί της ιδεολογικής µουσικής, στιχουργικής, δηµιουργικής σχολής της».
Γιώργος Λαζόγκας
εικαστικός
«Αποτέλεσε µιαιδιαίτερη παρουσία στον µουσικό χώρο που έφερε ανανέωση στο τραγούδι και µε τις ποιοτικές επιλογές και συνεργασίες του _ όπως µε τη Χαρούλα Αλεξίου και τον ∆ιονύση Σαββόπουλο _ συντηρούσε αυτή την ιδιαίτερη ταυτότητά του. Προσωπικάείχα συνεργαστεί µαζί του όταν το 1983 ηχογράφησα στο στούντιό του το ηχητικό κοµµάτι για για µια δράση - περφόρµανς που παρουσίασα στον «∆εσµό» στην Αθήνα. Ανακάλυψα τότε έναν άνθρωπο που δεν ήταν µόνο µεγάλος γνώστης της µουσικής, αλλάκαι του ήχου. Ο Νίκος Παπάζογλου αντιλαµβανόταν την υπόθεση της τέχνης συνολικά. Το γεγονός δε ότι παρέµεινε στη Θεσσαλονίκη ενδυνάµωνε όχι µόνο την ιδιαίτερη ταυτότητά του, αλλά και την ταυτότητα της πόλης».
ΕΙΠΕ
«∆εν βαριέσαι, θα επιζήσω. Προκειµένου να µε κάνουν κι εµένα καραγκιόζη, προτιµώ να αποσυρθώ. Προσπαθούν να κάνουν και στο τραγούδι αυτό που έκαναν στο ποδόσφαιρο, να φαίνεται το όνοµα του χορηγού και µετά της οµάδας. Εγώ δεν έχω καµιά δουλειά στην Ελλάδα των διαφηµιστών. Ούτε το τραγούδι έχει καµιά δουλειά µ’ αυτούς».
«Να κάνω φιλανθρωπικές συναυλίες για να επιζήσω; Μα δεν ήµουν ποτέ καραγκιόζης. ∆εν ζήτησα ποτέ από την πολιτεία, δεν πήρα επιχορηγήσεις, δεν ζήτησα να πληρωθώ για να παίξω. Η υπόθεση τραγούδι, όπως διαµορφώνεται σήµερα, είναι µια περίεργη ιστορία. Να τους βοηθήσουµε αν θέλουν, καµία αντίρρηση (σ.σ.: τους διαφηµιστές).
Να τους γράφουµε ένα ρεφρέν που επαναλαµβάνεται, να το µαθαίνουν εύκολα. Κι ας βγαίνουν να τραγουδούν οι µπιγκ µπραδεριστές.
TA NEA On-line
Του Στέφανου Τζανάκη
Και σκεφτόµουν ότι τώρα είναι το πραγµατικό τέλος της µεταπολίτευσης.Στριµωξίδια στον Λυκαβηττό.Μπίρες, µέτριος ήχος και δάκρυα στον «Αύγουστο» _ θα τοέχετε ακούσει: «Πώς µπορώνα ξεχάσω τα λυτά της µαλλιά, την άµµο που σαν καταρράκτης έλουζε κι όταν έσκυβε απάνω µου χιλιάδες φιλιά, διαµάντια που απλόχερα µου χάριζε, θα πάω κι ας µου βγει και σε κακό». Το βιολί παίζει, κι άλλες µπίρες, κι άλλα δάκρυα. Και το πρωί στη δουλειά, ευτυχισµένος _ υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εµένα.
∆εν ήταν ο Παπάζογλου που πέρασε πρώτος το άβατο του Λυκαβηττού. Ηταν ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο «Γύφτος», λίγο µετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το ‘81. Κι όποιος τον δει σήµερα στα βίντεο εκείνης της συναυλίας θα αντιληφθεί τη λαχτάρα µε την οποία η «άλλη» Ελλάδα, που είχε καταδικαστεί στο περιθώριο για δεκαετίες, καταλάµβανε _ έστω καιγια τρία βράδια_ την κεντρική σκηνή.
Αλλά ο Παπάζογλου ήταν ένα βήµα παραπέρα. Ηταν εκείνος που µας έκανε να πιστέψουµε ότι εκτός από τον ιµπεριαλισµό υπάρχει και η µοναξιά _και κυρίως ότι µπορούµε να τηνξορκίσουµε µε τραγούδια.
Βαθύ πηγάδι. Τα χρόνια πέρασαν, µεγαλώσαµε µαζί µε τον τραγουδιστή. Και κάποια στιγµή, αρχίσαµε να αντιλαµβανόµαστε ότι οι στίχοι του λειτουργούσαν σαν βέλη. Μόνο που σε κάποια φάση χάσαµε το τόξο.
«Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ένα βαθύ πηγάδι, µα το σκοινί που έριξα,χάθηκε στο σκοτάδι». Είναι από το 1990, είναι του Τάκη Σιµώτα, το είπε ο Παπάζογλου και περιγράφει µε ακρίβειααυτά που ζούµε σήµερα. Κι όπως λέεισε ένα άλλο: «Χρόνε άστατε µπαµπέση, που στο δίχτυ σου όποιος πέσει,χάνεται για τα καλά, πέταξέ µας έναν γάντζο, στη ζωή µας δώσε αβάντζοκι έχε µας από κοντά».Αµήν...
«Σα να σ’ αγκάλιαζε όλη η Θεσσαλονίκη»
τραγουδίστρια
(ο Νίκος Παπάζογλου ήταν ο πρώτος που την πήρε µαζί του σε περιοδείες, στα τέλη του ‘80, όπου γνώρισε για πρώτη φορά και τον Σωκράτη Μάλαµα): «Ηταν ένας καλός άνθρωπος, ένας φίλος. Με τη στάση ζωής του και µε την καλλιτεχνική του πορεία άφησε έντονοστίγµα στη µουσική µας. Το µόνο που µε χαροποιεί,παρ’ ότι έφυγε νωρίς, είναι ότι έζησε τηζωή που ήθελε, έγραψε και είπε τα τραγούδιαπου ήθελε, έκανε οικογένειαπου την ήθελε πολύ. Εκανεαυτό που ήθελε. Και τελικά πέρασε καλά στη ζωή του».
Αργύρης Μπακιρτζής
τραγουδοποιός
«Μεγαλώσαµε µαζί στην ίδια γειτονιά. Τον ξέρω από εφτά χρονών. Ηταν ο άνθρωπος που µε έσπρωξε να µπω στο τραγούδι, που συµµετείχε στον πρώτο δίσκο των Χειµερινών Κολυµβητών, που τον γράψαµε στο στούντιό του. Ηταν ένας ζωντανός άνθρωπος, πολύ ιδιαίτερος. Καλλιτεχνικά η Θεσσαλονίκη χάνει ένα κεφάλαιό της».
συγγραφέας- τραγουδοποιός
«Η παρουσία του Νίκου ήταν η αδιαµφισβήτητη αίσθηση ότι ο έρωτας _ µε όσα εµείς πιστεύουµε ότι τον συνοδεύουν, τις αισθήσεις, τις µουσικές, τους στίχους _ δεν πεθαίνει, δεν θα πεθάνει ποτέ. Οταν ο Νίκος σε αγκάλιαζε και φώναζε “καρντάση µου”, είχες την αίσθηση πως σε αγκάλιαζε όλη η Θεσσαλονίκη που εµείς και αυτός αγαπήσαµε. Η απώλεια του – µαζί µε την πρόσφατη απώλεια του πολυδάκρυτου πνευµατικού µας φίλου, του Μανώλη Ρασούλη – είναι πλέον διπλή και άφατη. Η Θεσσαλονίκη, που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια παραµένει ηθικά και δηµιουργικά ανοχύρωτη, θρηνεί για ένα ακόµη δικό της παιδί, ένα παιδί της ιδεολογικής µουσικής, στιχουργικής, δηµιουργικής σχολής της».
Γιώργος Λαζόγκας
εικαστικός
ΕΙΠΕ
«∆εν βαριέσαι, θα επιζήσω. Προκειµένου να µε κάνουν κι εµένα καραγκιόζη, προτιµώ να αποσυρθώ. Προσπαθούν να κάνουν και στο τραγούδι αυτό που έκαναν στο ποδόσφαιρο, να φαίνεται το όνοµα του χορηγού και µετά της οµάδας. Εγώ δεν έχω καµιά δουλειά στην Ελλάδα των διαφηµιστών. Ούτε το τραγούδι έχει καµιά δουλειά µ’ αυτούς».
«Να κάνω φιλανθρωπικές συναυλίες για να επιζήσω; Μα δεν ήµουν ποτέ καραγκιόζης. ∆εν ζήτησα ποτέ από την πολιτεία, δεν πήρα επιχορηγήσεις, δεν ζήτησα να πληρωθώ για να παίξω. Η υπόθεση τραγούδι, όπως διαµορφώνεται σήµερα, είναι µια περίεργη ιστορία. Να τους βοηθήσουµε αν θέλουν, καµία αντίρρηση (σ.σ.: τους διαφηµιστές).
Να τους γράφουµε ένα ρεφρέν που επαναλαµβάνεται, να το µαθαίνουν εύκολα. Κι ας βγαίνουν να τραγουδούν οι µπιγκ µπραδεριστές.
TA NEA On-line


